αἰώρα
1αἰώρα — αἰώρᾱ , αἰώρα swing fem nom/voc/acc dual αἰώρᾱ , αἰώρα swing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2αἰώρᾳ — αἰώρᾱͅ , αἰώρα swing fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αιώρα — Η κούνια, παιδικό παιχνίδι. Αποτελείται από ένα κάθισμα στερεωμένο με δύο παράλληλα σχοινιά, τα οποία δένονται σε μια εγκάρσια δοκό, κλαδί δέντρου κλπ. Η α., μετά από τις κατάλληλες ωθήσεις, παίρνει την κίνηση του εκκρεμούς, απομακρύνεται από το… …
4αἰώρας — αἰώρᾱς , αἰώρα swing fem acc pl αἰώρᾱς , αἰώρα swing fem gen sg (attic doric aeolic) …
5αἰώραν — αἰώρᾱν , αἰώρα swing fem acc sg (attic doric aeolic) …
6αἰωρῶν — αἰώρα swing fem gen pl αἰωρέω lift up pres part act masc nom sg (attic epic doric) …
7αἰῶραι — αἰώρα swing fem nom/voc pl …
8αἰώραις — αἰώρα swing fem dat pl …
9αἰώραισι — αἰώρα swing fem dat pl (epic ionic aeolic) …
10αἰώρη — αἰώρα swing fem nom/voc sg (epic ionic) αἰωρέω lift up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) αἰωρέω lift up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …