αἰώρας

  • 1αἰώρας — αἰώρᾱς , αἰώρα swing fem acc pl αἰώρᾱς , αἰώρα swing fem gen sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… …

    Dictionary of Greek