αἰψηρός
1αιψηρός — αἰψηρός, ά, όν (Α) 1. γρήγορος, ορμητικός, ταχύς, βιαστικός 2. αυτός που επιτυγχάνεται, που συντελείται μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶψα. ΣΥΝΘ. αρχ. αἰψηροκέλευθος] …
2αἰψηρός — quick masc nom sg …
3αἰψηρά — αἰψηρός quick neut nom/voc/acc pl αἰψηρά̱ , αἰψηρός quick fem nom/voc/acc dual αἰψηρά̱ , αἰψηρός quick fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
4αἰψηρῶν — αἰψηρός quick fem gen pl αἰψηρός quick masc/neut gen pl …
5αἰψηρόν — αἰψηρός quick masc acc sg αἰψηρός quick neut nom/voc/acc sg …
6αἰψηροῖο — αἰψηρός quick masc/neut gen sg (epic) …
7αἰψηροῖσι — αἰψηρός quick masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
8αἰψηρῇσι — αἰψηρός quick fem dat pl (epic ionic) …
9αἰψηρῇσιν — αἰψηρός quick fem dat pl (epic ionic) …
10αἰψηρή — αἰψηρός quick fem nom/voc sg (epic ionic) …
- 1
- 2