αἰχμή

  • 81ακροβελίς — ἀκροβελίς ( ίδος), η (AM) μσν. 1. «τὰ ἄκρα τῶν ὀβελῶν ἢ τοῡ ὀβελίου ἄρτου» (Μέγα Ετυμ.) 2. είδος ακοντίου (Σούδα) αρχ. η αιχμή τού βέλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ὀβελός] …

    Dictionary of Greek

  • 82ακροξιφίς — ἀκροξιφὶς ( ίδος), η (Μ) η άκρη, η αιχμή τού ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ξιφίς] …

    Dictionary of Greek

  • 83ακροπόρος — (I) ἀκροπόρος, ον (Α) 1. αυτός που περνά μέσα από κάτι, που διατρυπά με την αιχμή 2. (προπαροξ.) ακρόπορος αυτός που έχει άνοιγμα στην άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πόρος < πείρω]. (II) ἀκροπόρος, ον (Α) εκείνος που ανεβαίνει ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 84ακροσίδηρος — ἀκροσίδηρος, ον (Α) αυτός που έχει σιδερένια άκρη, αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + σίδηρος] …

    Dictionary of Greek

  • 85ακωκή — ἀκωκή, η (Α) οξύ άκρο, αιχμή (δόρατος, ξίφους κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αναδιπλασιασμένος τ. τής λ. ἀκή* από τη ρ. ἀκ * (πρβλ. και ἀγωγή)] …

    Dictionary of Greek

  • 86αμβλύνω — (Α ἀμβλύνω) Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του 2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζω ΙΙ παθ. 1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου 2. εξασθενώ, μετριάζομαι αρχ. Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του …

    Dictionary of Greek

  • 87αμφίβολος — η, ο (Α ἀμφίβολος, ον) αυτός που βρίσκεται στα όρια τού πιθανού και τού απίθανου, τού δυνατού και τού αδύνατου, αβέβαιος, άδηλος, αόριστος, προβληματικός 2. (για πρόσωπα) αυτός που βρίσκεται σε αμφιβολία, σε αβεβαιότητα, που διστάζει νεοελλ. (το… …

    Dictionary of Greek

  • 88αμφώβολος — ἀμφώβολος, ο (ΑΜ) 1. ακόντιο ή οβελός με αιχμή και στα δύο άκρα 2. (ως επίθ. στον πληθ. τού ουδ.) τὰ ἀμφώβολα α) (για τα θυσιαζόμενα ζώα) ψημένα στη σούβλα β) κατά τον Ευστάθιο, η μαντεία κατόπιν εξετάσεως τών σπλάχνων από τα θυσιαζόμενα ζώα.… …

    Dictionary of Greek

  • 89αμύσσω — ἀμύσσω και ττω (Α) 1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω 2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ 3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ 4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει 5. Ιατρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 90ανηκίδωτος — ἀνηκίδωτος, ον (Α) [ακιδωτός] ο χωρίς ακίδα, αυτός που δεν έχει αιχμή …

    Dictionary of Greek