αἰχμή

  • 71αικσμά — η στη Μυκηναϊκή η λ. απαντά σε Πινακίδα τής Πύλου και σημαίνει «αιχμή» όπλου (ai ka sa ma) …

    Dictionary of Greek

  • 72αιχμάζω — αἰχμάζω (Α) [αἰχμή] 1. ρίχνω το δόρυ, χτυπώ 2. οπλίζω με δόρυ 3. κάνω, παριστάνω τον πολεμιστή 4. κάνω επίδειξη των όπλων, τής ικανότητάς μου στο ακόντιο 5. κυριεύω 6. «παρουσιάζω όπλα» …

    Dictionary of Greek

  • 73αιχμήεις — αἰχμήεις, εσσα, ῆεν (Α) (και δωρ. άεις, άεσσα, ᾱεν [αἰχμή] 1. ο οπλισμένος με δόρυ 2. αιχμηρός …

    Dictionary of Greek

  • 74αιχμηρός — ή, ό 1. μυτερός, οξύς, σουβλερός 2. δηκτικός, καυστικός, τσουχτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιχμή. ΠΑΡ. αιχμηρότητα] …

    Dictionary of Greek

  • 75αιχμητής — αἰχμητὴς και αἰχμητήρ, ο (Α) [αἰχμή] 1. πολεμιστής που κρατά δόρυ σε αντίθεση προς τον τοξότη 2. ως επίθ. α) αιχμηρός, οξύς β) μαχητικός, φιλοπόλεμος …

    Dictionary of Greek

  • 76αιχμοφόρος — Ο στρατιώτης που μάχεται με το ξίφος. Οι α. αποτελούσαν ειδικό σώμα των αρχαίων Περσών, οπλισμένο με λόγχες και προσαρτημένο στη βασιλική φρουρά. * * * αἰχμοφόρος, ον (Α) 1. πολεμιστής που φέρει δόρυ 2. σωματοφύλακας, δορυφόρος ειδικού… …

    Dictionary of Greek

  • 77αιχμόδετος — αἰχμόδετος, ον (Α) αυτός που πιάστηκε κατά τον πόλεμο, ο αιχμάλωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμὴ + δετὸς < δέω «δένω»] …

    Dictionary of Greek

  • 78ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και …

    Dictionary of Greek

  • 79ακανθόκεντρος — ἀκανθόκεντρος, ον (Μ) εκείνος που κεντάει, που τρυπάει σαν αγκάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ἀκανθόκεντρον «το αγκάθι τού σκαντζόχοιρου» < ἄκανθα + κέντρον «οξεία αιχμή, αγκάθι»] …

    Dictionary of Greek

  • 80ακραίχμιο — το το άκρο τής αιχμής τού αλεξικέραυνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάστηκε από ακρο (Ι) + αίχμιο < αιχμή] …

    Dictionary of Greek