αἰχμή

  • 41ταναήκης — τανάηκες και τανυήκης, τανύηκες, Α 1. (για λόγχη ή ξίφος) αυτός που έχει επιμήκη ή οξεία αιχμή, κοφτερός 2. ψηλός («ταναήκεις Ἄλπεις», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. τανα ήκης (αντί *ταναο ήκης, με σίγηση τού ο , πρβλ. ταναϋφής) < ταναός* «επιμήκης …

    Dictionary of Greek

  • 42τανυγλώχις — ή τανυγλώχιν, ινος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει επιμήκη και οξεία αιχμή, ο πολύ αιχμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + γλωχίς / γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. πολυ γλώχιν). Για το θ. τού α συνθετικού βλ, και λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 43τερθρεύομαι — Α κάνω χρήση σοφιστικής, σχολαστικής λεπτολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον με αρχική σημ. «άκρο, τέρμα, σημείο αιχμής». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε με μεταφορική σημ. για να δηλώσει την εξονυχιστική, σχολαστική ενασχόληση με ένα θέμα (πρβλ. γερμ.… …

    Dictionary of Greek

  • 44χαλκογλώχις — ινος, ὁ, ἡ, Α εφοδιασμένος με χάλκινη αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + γλωχίς, ῖνος «αιχμή, μύτη» (πρβλ. τρι γλώχις)] …

    Dictionary of Greek

  • 45όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …

    Dictionary of Greek

  • 46βρομελιίδες — (bromeliaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, ιθαγενής σχεδόν αποκλειστικά της τροπικής και της υποτροπικής Αμερικής, που περιλαμβάνει φυτά του τύπου των ξηρόφυτων και επίφυτων. Είναι ποώδη ή σπανιότερα δενδρώδη φυτά με κοντό κορμό. Τα φύλλα… …

    Dictionary of Greek

  • 47διατρητική μηχανή — Μηχανή για τη διάτρηση χωμάτων, βράχων, τοίχων κλπ. Ανάλογα με τη μέθοδο διάτρησης διαιρούνται σε κρουστικές και σε περιστροφικές δ.μ. Αντίθετα, αναφορικά με την πηγή ενέργειάς τους, διαιρούνται σε δ.μ. πεπιεσμένου αέρα, νερού υπό πίεση και σε… …

    Dictionary of Greek

  • 48αἰχμά — αἰχμά̱ , αἰχμή point of a spear fem nom/voc/acc dual αἰχμά̱ , αἰχμή point of a spear fem nom/voc sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 49игла — иголка, укр. iгла, єгла, голка, блр. голка, ст. слав. игълинъ τῆς ῥαφίδος (Мар., Зогр., Остром.), болг. игла, сербохорв. ѝгла, вин. и̏глу, чак. iglà, jàgla, ìgla, словен. igla, iglà, чеш. jehla, слвц. ihla, польск. igɫa, диал. jеgɫа, кашуб.… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 50язва — диал. также повреждение, поломка, изъян , арханг. (Подв.), язвить, язвина язва, рубец, пещера , язво, язвецо острие, жало , укр. язва рана, язва , язвина язва, овраг, пропасть , язвити ранить , блр. язва язва, скверный человек , русск. цслав.… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера