αἰχμή

  • 111εξοχή — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 46 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται Ν της λίμνης Στυμφαλίας, στις δυτικές πλαγιές του όρους Φαρμακάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Επιδαύρου. Το 1826… …

    Dictionary of Greek

  • 112επίθημα — Κατασκευαστικό και αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, το οποίο τοποθετείτο μεταξύ του κιονόκρανου και της γένεσης του υπερκείμενου τόξου. Είχε περίπου το σχήμα ανεστραμμένης κόλουρης πυραμίδας και χρησίμευε στο… …

    Dictionary of Greek

  • 113επίλογχος — (I) ἐπίλογχος, ον (Α) 1. φρ. «ἐπίλογχον βέλος» βέλος με αιχμηρή άκρη 2. οξύληκτος, ακιδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λόγχη «αιχμή δόρατος, δόρυ, ξίφος»]. (II) ἐπίλογχος, ον (Α) αυτός που λαμβάνεται με κλήρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λόγχη «κλήρος, μοίρα»… …

    Dictionary of Greek

  • 114ευήκης — εὐήκης, εὔηκες (Α) ακονισμένος καλά, αιχμηρός (α. «αἰχμής εὐήκεος», Ομ. Ιλ. β. «εὐήκεα φάσγανα», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήκης (< ακή «αιχμή») το η λόγω τής συνθέσεως (πρβλ. αμφ ήκης, προ ήκης κ.ά.) βλ. λ. ακ ] …

    Dictionary of Greek

  • 115ευρυαίχμας — εὐρυαίχμας, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει ευρεία λόγχη, που το δόρυ του φτάνει μακριά 2. ο νικηφόρος («εὐρυαίχμαν στρατόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + αιχμή] …

    Dictionary of Greek

  • 116εϋστόρθυγξ — ἐϋστόρθυγξ, ὁ, ἡ (Α) 1. κατασκευασμένος από γερό κλαδί 2. (για τον Πρίαπο) με προτεταμένο το πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόρθυγξ «άκρη, αιχμή»] …

    Dictionary of Greek

  • 117ηκή — ἠκή, ἡ (Α) 1. αιχμή, το οξύ άκρο τού δόρατος 2. μτφ. το άκρο, το μεταίχμιο, το σημείο τής συνάντησης («ἵστη κατ ἤκην κύματος τε κἀνέμου», Αρχίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. τού ακή (Ι)*] …

    Dictionary of Greek

  • 118θρίναξ — (I) θρῑναξ, ακος, ὁ (Α) γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το λίχνισμα τού σιταριού, τρικάνι, καρπολόγι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., με κατάληξη ᾰξ*. Υποτέθηκε ότι πρόκειται για σύνθετη λ. με α συνθετικό τρι (< τρία), δηλ …

    Dictionary of Greek

  • 119κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… …

    Dictionary of Greek

  • 120κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …

    Dictionary of Greek