αἰχμάλωτος
1αἰχμάλωτος — taken by the spear masc/fem nom sg …
2αιχμάλωτος — Στην πρώτη της κυριολεκτική σημασία η λέξη σημαίνει αυτόν που τον συνέλαβαν με την αιχμή του δόρατος (αιχμή + αλωτός) και γενικότερα με τη χρήση βίας. Συνήθως, α. θεωρείται ο ένοπλος στρατιώτης του εχθρού που συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια… …
3αιχμάλωτος — η, ο 1. αυτός που πιάστηκε από τον εχθρό: Τη μέρα εκείνη ο λόχος μας έπιανε τους πρώτους αιχμαλώτους. 2. υποταγμένος σε άλλον, γοητευμένος: Είχε καταντήσει αιχμάλωτος του προσώπου αυτού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …
5αἰχμάλωτον — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem acc sg αἰχμάλωτος taken by the spear neut nom/voc/acc sg …
6αἰχμαλώτοις — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut dat pl …
7αἰχμαλώτου — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut gen sg …
8αἰχμαλώτους — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem acc pl …
9αἰχμαλώτων — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut gen pl …
10αἰχμαλώτῳ — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut dat sg …