αἰχμάλωτος

  • 91Ανδρίσκος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός (3ος ή 2ος αι. π.Χ.). Έγραψε τα Ναξιακά, ιστορία της Νάξου. 2. Α. ο Αδραμυττηνός (2ος αι. π.Χ.). Τυχοδιώκτης που παρουσιάστηκε ως γιος του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα και της Λαοδίκης.… …

    Dictionary of Greek

  • 92Ανδρουλής, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στα Ψαρά, από οικογένεια προκρίτων. Αγωνίστηκε στη θάλασσα από το 1821. Στην καταστροφή των Ψαρών, το 1824, πληγώθηκε βαριά και πιάστηκε αιχμάλωτος. Ύστερα από πέντε χρόνια, αφού πλήρωσε λύτρα αφέθηκε ελεύθερος. Μετά …

    Dictionary of Greek

  • 93Άνταμς, Γουίλιαμ — (William Adams, 1564 – 1620). Άγγλος θαλασσοπόρος. Αρχικά υπηρέτησε στο αγγλικό πολεμικό ναυτικό, αργότερα όμως παραιτήθηκε και αναζήτησε την τύχη του στην Ανατολή με τα πλοία της Ολλανδικής Εταιρείας των Ινδιών. Το 1600 ναυάγησε στο νησί Κιου… …

    Dictionary of Greek

  • 94Αποστόλης — I Επώνυμο οικογένειας λογίων των υστεροβυζαντινών χρόνων. 1. Αρσένιος (Χάνδακας, Κρήτη 1468 – Βενετία 1535). Ήταν γιος του επίσης διαπρεπούς λογίου Μιχαήλ A. (βλ. 2.), του οποίου κληρονόμησε όχι μόνο το φιλολογικό ταλέντο, αλλά και τον βίαιο και… …

    Dictionary of Greek

  • 95Ασπρομόντε — (Aspromonte). Ορεινή περιοχή του νότιου άκρου της Ιταλικής χερσονήσου, με ανάγλυφα που κατεβαίνουν απότομα προς το Ιόνιο και το Τυρρηνικό πέλαγος· η ψηλότερη κορυφή της είναι το Μοντάλτο (1.955 μ.). Ολόκληρη η περιοχή περιλαμβάνεται μέσα στα όρια …

    Dictionary of Greek

  • 96Άτγουντ, Τζορτζ — I (George Atwood, 1767 – 1838). Άγγλοςσυνθέτης. Υπήρξε μόνιμος μουσικός (εκκλησιαστικό όργανο) στον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο. Έγραψε τις μουσικές συνθέσεις Ο φτωχός ναύτης, Ο αιχμάλωτος, Οι ιππότες του Ερυθρού Σταυρού κ.ά. II… …

    Dictionary of Greek

  • 97Βάγιας, Θανάσης — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Έμπιστος του Αλή πασά. Καταγόταν από το Λέκλι της Ηπείρου, που σήμερα ανήκει στην Αλβανία. Κατά μια παράδοση, ο Β. βοήθησε στην προαγωγή του Αλή σε δερβέναγα και μετά σε σατράπη των Ιωαννίνων και εκείνος, για… …

    Dictionary of Greek

  • 98Βαλεριανός — I (Publius Licinius Valerianus, τέλη 2ου αι. – περ. 260 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (253 260). Έλαβε μέρος στον πόλεμο εναντίον των Γότθων και όταν ο Γάλλος τον κάλεσε εναντίον του Αιμιλιανού, έγινε αυτοκράτορας και αναγνωρίστηκε μετά τον θάνατο… …

    Dictionary of Greek

  • 99Βαλντίβια, Πέντρο ντε- — (Pedro de Valdivia, περ. 1500–1554). Ισπανός θαλασσοπόρος, κατακτητής της Χιλής. Πήρε μέρος στην κατάκτηση και την εξερεύνηση του Περού και της Χιλής (1535 37). Το 1540 ήταν επικεφαλής της ισπανικής εκστρατείας στη Χιλή. Τα επόμενα χρόνια ίδρυσε… …

    Dictionary of Greek

  • 100Βάρβογλης — Επώνυμο πελοποννησιακής οικογένειας, με ενεργό ρόλο στην Επανάσταση του 1821, που καταγόταν από τις Σέρρες. 1. Γεώργιος. Προεστός της Τρίπολης, γενάρχης της οικογένειας των Βαρβογλαίων της Τρίπολης. Ονομαζόταν και Μπάρμπογλους. Είχε έρθει από τις …

    Dictionary of Greek