αἰχμάλωτος

  • 81Άγγελος, Κωνσταντίνος — Ονοματεπώνυμο δύο βυζαντινών αξιωματούχων. 1. Αρχηγός του βυζαντινού στόλου στα χρόνια του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ του Κομνηνού (1143 1180). Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Φιλαδέλφειας (Μ. Ασίας) και νυμφεύτηκε την κόρη του Αλεξίου Α’ …

    Dictionary of Greek

  • 82Αγιαστούρας ή Παπαγιαστούρας — (18ος αι.).Παρωνύμιο του ιερέα Ηλία Οικονόμου. Πατρίδα του ήταν η Ζαγορά του Πηλίου. Ο παπα Ηλίας πήρε το παρωνύμιό του όταν στη διάρκεια μιας λειτουργίας χτύπησε με το θυμιατήρι του τον αγά που τον περιγελούσε. Μετά το γεγονός αυτό κατέφυγε στη… …

    Dictionary of Greek

  • 83Αδωνιβεζέκ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Χαναναίος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ. Στον πόλεμο με άλλους βασιλιάδες κατά του Ιησού του Ναυή κατατροπώθηκε και σκοτώθηκε από αυτόν (Ιησ. Ναυή I’). 2. Βασιλιάς της Βεζέκ στη Χαναάν. Νικήθηκε από τις φυλές του Ιούδα και… …

    Dictionary of Greek

  • 84Αέτιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγέτης χριστιανικής αίρεσης (; Κωνσταντινούπολη περ. 375 μ.Χ.). Σπούδασε θεολογία με αρειανούς δασκάλους στην Αντιόχεια και αριστοτελική φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια. Στη διαμάχη του 4ου αι. γύρω από την Αγία Τριάδα… …

    Dictionary of Greek

  • 85Αθανασακόπουλος, Διονύσιος — Αγωνιστής του 1821 από τη Γαστούνη. Πολέμησε υπό τις διαταγές του οπλαρχηγού Μ. Σισίνη. Στο Χλεμούτσι πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με τους συμπολεμιστές του και στάλθηκε στην Αίγυπτο. Εκεί, για άγνωστους λόγους, έχασε τελείως την όρασή του. Αργότερα… …

    Dictionary of Greek

  • 86Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …

    Dictionary of Greek

  • 87Αιχμάλωτοι — Αρχαία ελληνική κωμωδία που σώζεται μόνο στη διασκευή της από τον Πλαύτο. Ανήκει στην περίοδο της νέας αττικής κωμωδίας. Η υπόθεσή της έχει ως εξής: σε έναν πόλεμο ανάμεσα στους Αιτωλούς και τους Ηλιείς συλλαμβάνεται αιχμάλωτος ο Φιλοπόλεμος,… …

    Dictionary of Greek

  • 88Αλή μπέης ο Έλληνας — (; – 1773).Μαμελούκος σουλτάνος της Αιγύπτου, ελληνικής καταγωγής. Γιος Έλληνα ιερέα από τη Μικρά Ασία, πουλήθηκε σκλάβος στους Μαμελούκους. Κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοιά τους και, μετά τον εξισλαμισμό του, τον απελευθέρωσαν. Ο Α.μ., που ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 89Αμασίας ή Αμεσσίας — Όνομα βιβλικών προσώπων. O σπουδαιότερος ήταν ο όγδοος βασιλιάς του Ιούδα, γιος του Ιωάς και της Ιωαδαέν, ο οποίος βασίλεψε την περίοδο 797 789 π.Χ. Διακρίθηκε για τη στρατιωτική οργάνωση της χώρας του. Πραγματοποίησε νικηφόρα εκστρατεία εναντίον …

    Dictionary of Greek

  • 90Αμιρούτζης — Επώνυμο μεγάλης οικογένειας της Τραπεζούντας, που άκμασε τον 15o αι. Τα κυριότερα μέλη της είναι: 1. Αλέξανδρος. Μετά την άλωση της Τραπεζούντας (1461) οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα στην Αδριανούπολη. Εξισλαμίστηκε και… …

    Dictionary of Greek