αἰχμἀλωτος

  • 71στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 72συναιχμάλωτος — ο, θηλ. συναιχμαλωτίς, ίδος, Α ο επίσης αιχμάλωτος, αυτός που έχει συλληφθεί και κρατείται μαζί με άλλους …

    Dictionary of Greek

  • 73συναιχμαλωτεύω — Μ συναιχμαλωτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰχμαλωτεύω (< αἰχμάλωτος)] …

    Dictionary of Greek

  • 74συναπάγω — ΝΜΑ [ἀπάγω] νεοελλ. μεταφέρω μαζί μου με τη βία μσν. αρχ. οδηγώ κάποιον μαζί με άλλους (α.«συναπήχθη τοῑς πατριώταις εἰς Σικελίαν αἰχμάλωτος», Νικ. Χων. β. «ἵππον ἔδωκε... καὶ ἐκέλευσε τῶν σκηπτούχων τινὰ συναπάγειν αὐτῷ ὅποι κελεύσετε», Ξεν.)… …

    Dictionary of Greek

  • 75συνδέσμιος — α, ο / συνδέσμιος, ον, ΝΜΑ αυτός που είναι δέσμιος ή αιχμάλωτος μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δέσμιος] …

    Dictionary of Greek

  • 76σύγκλειστος — ὁ, Μ [συγκλείω] ο αιχμάλωτος μαζί με κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 77τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …

    Dictionary of Greek

  • 78φιλόξενος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής διθυράμβων από τα Κύθηρα (435 – 380 ή 379). Όταν οι Αθηναίοι κυρίευσαν την πατρίδα του, μεταφέρθηκε στην Αθήνα αιχμάλωτος και έγινε αρχικά δούλος και έπειτα απελεύθερος του διθυραμβοποιού Μελανιππίδη.… …

    Dictionary of Greek

  • 79Ααρών — I Βιβλικό πρόσωπο. Πρωτότοκος γιος του Αμράμ και της Ιωχαβέδ, από τη φυλή του Λευί, αδελφός του Μωυσή. Καλύτερος ρήτορας από εκείνον, συνεργάστηκε μαζί του για να πείσει τον φαραώ να επιτρέψει στους Εβραίους να βγουν από την Αίγυπτο, επιτελώντας …

    Dictionary of Greek

  • 80Αββαδίδες — Μωαμεθανική δυναστεία της Σεβίλης (1023 1095). Λέγεται έτσι από το όνομα του τότε καδή της Σεβίλης Αββάδ, o οποίος σφετερίστηκε την εξουσία στο νεαρό κράτος της Σεβίλης, που οι κάτοικοί της είχαν επαναστατήσει εναντίον των Βερβέρων. Ο Αββάδ B’… …

    Dictionary of Greek