αἰχμἀλωτος
41αιχμαλωτικός — αἰχμαλωτικός, ή, όν (Α) [αἰχμάλωτος] αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε αιχμάλωτο …
42αιχμαλώ — αἰχμαλῶ ( όω) (Α) αιχμαλωτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμάλωτος. ΠΑΡ. μσν. αἰχμάλωσις] …
43αιχμόδετος — αἰχμόδετος, ον (Α) αυτός που πιάστηκε κατά τον πόλεμο, ο αιχμάλωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμὴ + δετὸς < δέω «δένω»] …
44αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …
45ανδράποδον — ἀνδράποδον, το (Α) 1. αιχμάλωτος που τον πουλούν ως δούλο, δούλος 2. άναντρος, άβουλος, δουλοπρεπής άντρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. ανδράποδα, αναλογικά προς το τετράποδα (πρβλ. τετραπόδων πάντων και… …
46αρτιάλωτος — ἀρτιάλωτος, ον (Α) αυτός που μόλις αιχμαλωτίστηκε ή πιάστηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι* + άλωτος < αλωτός < αλίσκομαι (πρβλ. αιχμάλωτος, ανάλωτος, δυσάλωτος)] …
47ασκλάβωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σκλαβωθεί, που δεν έχει υποδουλωθεί 2. εκείνος που δεν πιάστηκε αιχμάλωτος 3. ο ανυπάκουος, ο ανεξάρτητος 4. (για ακίνητα και χρήματα) αυτός που δεν είναι υποθηκευμένος ή δεσμευμένος …
48δηάλωτος — δηιάλωτος και δηιάλωτος, ον (Α) ο αιχμάλωτος, αυτός που έχει συλληφθεί ή κατακτηθεί στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήϊος «καταστρεπτικός, ολέθριος» + αλωτός (< θ. αλω τού ρ. αλίσκομαι)] …
49διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …
50δοριάλωτος — η, ο (AM δοριάλωτος και δορυάλωτος, ον Α και δουριάλωτος, ον) 1. αυτός που κατακτήθηκε με το δόρυ, ο αιχμάλωτος πολέμου 2. φρ. «δουριάλωτον λέχος» (για την Τέκμησσα) αιχμάλωτη που έγινε σύζυγος (Σοφ.) …