αἰχμἀλωτος

  • 31плененый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (αἰχμάλωτος) пленник (Акаф. Б. ик. 7) …

    Словарь церковнославянского языка

  • 32Traducciones de Harry Potter — Las novelas fantásticas de la serie Harry Potter, escritas por la autora británica J. K. Rowling, se han convertido en unas de las obras más leídas de la literatura infantil en la historia, con lectores de todas las edades en muchos países. Se… …

    Wikipedia Español

  • 33Traductions de Harry Potter — La série de romans fantastiques Harry Potter, écrite par J. K. Rowling est devenue l une des œuvres de littérature jeunesse les plus lues de l histoire, avec des lecteurs de tous âges et provenant de multiples pays. En mai 2008, les ventes… …

    Wikipédia en Français

  • 34Αίσων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος και νόμιμος διάδοχος του βασιλιά της Ιωλκού Κρηθέα και της Τυρούς. Ο αδελφός του Πελίας, παρότι η Τυρώ ισχυριζόταν πως τον είχε αποκτήσει –όπως και τον Νηλέα– από τον Ποσειδώνα, κατέλαβε τον θρόνο μετά τον θάνατο του… …

    Dictionary of Greek

  • 35Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …

    Dictionary of Greek

  • 36αζώγρητος — η, ο (Α ἀζώγρητος, ον) [ζωγρῶ] αυτός που δεν πιάστηκε αιχμάλωτος, ασύλληπτος …

    Dictionary of Greek

  • 37αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 38αιχμαλωσία — η (Α αἰχμαλωσία) [αἰχμάλωτος] η σύλληψη κάποιου από τον εχθρό κατά τη διάρκεια μάχης ή πολέμου, αιχμαλωτισμός νεοελλ. η κατάσταση τού αιχμαλώτου αρχ. το σύνολο τών αιχμαλώτων, οι αιχμάλωτοι …

    Dictionary of Greek

  • 39αιχμαλωτίζω — (Α αἰχμαλωτίζω) συλλαμβάνω κάποιον ως αιχμάλωτο, υποδουλώνω, σκλαβώνω (νεοελλ. μσν.) καθιστώ κάποιον υποχείριο μου, τόν γοητεύω, τόν συναρπάζω νεοελλ. (για ζώα) συλλαμβάνω, αρπάζω για λογαριασμό μου, οικειοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμάλωτος. ΠΑΡ …

    Dictionary of Greek

  • 40αιχμαλωτεύω — αἰχμαλωτεύω (Α) αιχμαλωτίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμάλωτος. ΠΑΡ. μσν. αἰχμαλώτευμα] …

    Dictionary of Greek