αἰχμἀλωτος

  • 111Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 112Δηλιγιάννης, Θεόδωρος — (Λαγκάδια Γορτυνίας 1823 – Αθήνα 1905).Πολιτικός, πρωθυπουργός της ελληνικής κυβέρνησης (1885 86, 1890 92, 1895 97, 1902 και 1905). Καταγόταν από οικογένεια Γορτύνιων αγωνιστών. Διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στην πολιτική σκηνή της χώρας. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 113Δούκας, Λουκάς — (Αθήνα 1890 – 1925). Γλύπτης. Σπούδασε στην Αθήνα και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Τιμήθηκε με εύφημο μνεία στο Σαλόν του Παρισιού το 1923 για το έργο του Σάτυρος. Μεταξύ των έργων του διακρίνονται τα εξής: Κάιν,… …

    Dictionary of Greek

  • 114Εβίλ Μαρντούκ — Βιβλικό πρόσωπο, που αναφέρεται στη Βίβλο ως Εβίλ Μεροντάχ. Βασιλιάς της Βαβυλώνας, γιος και διάδοχος του Ναβουχοδονόσορ του Β’. Ο Ε. απελευθέρωσε τον Ιωακείμ, βασιλιά του Ιούδα, ο οποίος ήταν αιχμάλωτος επί 37 χρόνια. Σκοτώθηκε από τον Νεργκάλ… …

    Dictionary of Greek

  • 115Έβρου, νομός — Νομός (4.242 τ. χλμ., 149.354 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, το βορειοανατολικό άκρο της ελληνικής επικράτειας. Συνορεύει Β με τη Βουλγαρία, ΒΑ και Α με την Τουρκία (Ανατολική Θράκη) με φυσικό όριο τον ποταμό Έβρο, Ν… …

    Dictionary of Greek

  • 116Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …

    Dictionary of Greek

  • 117Ευγενικός, Ιωάννης — (Κωνσταντινούπολη 1400; – ;). Θεολόγος, νεότερος αδελφός του Μάρκου Ευγενικού (βλ. λ.). Σπούδασε κοντά στον Πλήθωνα και έζησε για πολλά χρόνια στον Μιστρά. Το 1431 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1438… …

    Dictionary of Greek

  • 118Ζαχαρία — (Zacharia). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Γένοβας. Ορισμένα μέλη της εγκαταστάθηκαν, τον 13o αι., σε περιοχές της Μικράς Ασίας, σε νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο και συνδέθηκαν με γάμους με τον αυτοκρατορικό οίκο των Παλαιολόγων.… …

    Dictionary of Greek

  • 119Ζοροβάβελ — (6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Εβραίος ηγεμόνας από τον οίκο του Δαβίδ. Ήταν εγγονός του βασιλιά του Ιούδα, Ιωαχίν, ο οποίος μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα το 597 π.Χ. Ο Ζ. διορίστηκε από τον Κύρο έπαρχος της Ιουδαίας και του παραδόθηκαν… …

    Dictionary of Greek

  • 120Ημέριος ή Ιμέριος — Όνομα στρατιωτικών ηγετών και αυλικών του Βυζαντίου. 1. Στρατηγός του Ιουστινιανού A’ (α’ μισό 6ου αι. μ.Χ.). Καταγόταν από τη Θράκη. Πήρε μέρος στην εκστρατεία του Βελισάριου κατά των Βανδάλων της βόρειας Αφρικής και, μετά τη συντριβή των… …

    Dictionary of Greek