αἰτιᾷ
71αἰτιάσωμαι — αἰτιά̱σωμαι , αἰτιάομαι accuse aor subj mp 1st sg (attic) αἰτιά̱σωμαι , αἰτιάομαι accuse aor subj mp 1st sg (doric aeolic) …
72αἰτιάσωνται — αἰτιά̱σωνται , αἰτιάομαι accuse aor subj mp 3rd pl (attic) αἰτιά̱σωνται , αἰτιάομαι accuse aor subj mp 3rd pl (doric aeolic) …
73αἴτι' — αἴτια , αἴτιος culpable neut nom/voc/acc pl αἴτια , αἴτιος culpable neut nom/voc/acc pl αἴτιε , αἴτιος culpable masc voc sg αἴτιε , αἴτιος culpable masc/fem voc sg αἴτιαι , αἴτιος culpable fem nom/voc pl …
74Причина — (αιτία, causa, Ursache) требуемое логически условие всего бывающего, или то, без чего, по предположению нашего разума, данный факт не может произойти, а при наличности чего он происходит с необходимостью. Только такое общее и бессодержательное… …
75αιτιάρης — [αιτία] 1. αυτός που ζητάει αφορμή για καβγά, φιλόνικος, καβγατζής 2. αυτός που έχει τάση να αρρωσταίνει, φιλάσθενος, καχεκτικός 3. (ιδιαίτερα) φυματικός, χτικιάρης …
76αἰτιαμάτων — αἰτιᾱμάτων , αἰτίαμα charge neut gen pl …
77αἰτιάμασι — αἰτιά̱μασι , αἰτίαμα charge neut dat pl …
78αἰτιάμασιν — αἰτιά̱μασιν , αἰτίαμα charge neut dat pl …
79αἰτιάματα — αἰτιά̱ματα , αἰτίαμα charge neut nom/voc/acc pl …
80αἰτιάματι — αἰτιά̱ματι , αἰτίαμα charge neut dat sg …