αἰτιολογία
1αἰτιολογία — αἰτιολογίᾱ , αἰτιολογία a giving the cause fem nom/voc/acc dual αἰτιολογίᾱ , αἰτιολογία a giving the cause fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2αἰτιολογίᾳ — αἰτιολογίᾱͅ , αἰτιολογία a giving the cause fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αιτιολογία — η (Α αἰτιολογία) [αἰτιολογῶ] η παράθεση των λόγων, η εξήγηση τής αιτίας που προκαλεί κάτι, αιτιολόγηση, δικαιολογία …
4αἰτιολογίας — αἰτιολογίᾱς , αἰτιολογία a giving the cause fem acc pl αἰτιολογίᾱς , αἰτιολογία a giving the cause fem gen sg (attic doric aeolic) …
5αἰτιολογίαι — αἰτιολογίᾱͅ , αἰτιολογία a giving the cause fem dat sg (attic doric aeolic) …
6αἰτιολογίαν — αἰτιολογίᾱν , αἰτιολογία a giving the cause fem acc sg (attic doric aeolic) …
7αἰτιολογίαις — αἰτιολογία a giving the cause fem dat pl …
8γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …
9μάθηση — Ο όρος με την ευρεία έννοια αναφέρεται στη διαδικασία μέσω της οποίας κάθε έμψυχο ov, από την αμοιβάδα έως τον άνθρωπο, προσαρμόζεται στο περιβάλλον και στις απαιτήσεις του, τροποποιώντας το με τη σειρά του, για να αντλήσει τα μεγαλύτερα οφέλη… …
10νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… …