αἰσχύνῃ
1αισχύνη — η (Α αἰσχύνη) 1. το συναίσθημα τής ντροπής που δοκιμάζει κανείς για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η αιδώς (προσωποποιημένη στον Αισχύλο) 2. αίσχος, καταισχύνη, όνειδος (μσν. αρχ.) (ευφημ.) αιδοίο αρχ. 1. ντροπαλοσύνη, συστολή, σεμνότητα …
2αισχύνη — η ντροπή, ατίμωση: Για όλα όσα έγιναν ένιωθε αισχύνη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3αἰσχύνη — αἰσχύ̱νη , αἰσχύνη shame fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4αἰσχύνῃ — αἰσχύ̱νῃ , αἰσχύνη shame fem dat sg (attic epic ionic) αἰσχύ̱νῃ , αἰσχύνω make ugly aor subj mid 2nd sg αἰσχύ̱νῃ , αἰσχύνω make ugly aor subj act 3rd sg αἰσχύ̱νῃ , αἰσχύνω make ugly pres subj mp 2nd sg αἰσχύ̱νῃ , αἰσχύνω make ugly pres ind mp 2nd …
5αἰσχυνῇ — αἰσχύνω make ugly fut ind mid 2nd sg …
6αἰσχῦναι — αἰσχύνη shame fem nom/voc pl αἰσχύνω make ugly aor inf act …
7αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… …
8αισχύνω — (Α αἰσχύνω) 1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω 2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη αρχ. 1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω («αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529) 2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω 3. περιφρονώ, απαξιώ 4. μέσ.… …
9αἰσχύνα — αἰσχύ̱νᾱ , αἰσχύνη shame fem nom/voc/acc dual αἰσχύ̱νᾱ , αἰσχύνη shame fem nom/voc sg (doric aeolic) …
10αἰσχύνας — αἰσχύ̱νᾱς , αἰσχύνη shame fem acc pl αἰσχύ̱νᾱς , αἰσχύνη shame fem gen sg (doric aeolic) αἰσχύ̱νᾱς , αἰσχύνω make ugly aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …