αἰσχύνομαι
11πυδαρίζω — και, κατά το λεξ. Σούδα, πυδαλίζω Α χοροπηδώ χτυπώντας με τα πόδια τα οπίσθιά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Αμφίβολες θεωρούνται οι συνδέσεις του ρ. με το λατ. pudeo «αισχύνομαι», το ρ. σπεύδω… …
12συγκαταισχύνομαι — Α [καταισχύνομαι] αισχύνομαι μαζί με κάποιον …
13υπαισχύνομαι — Α ντρέπομαι λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + αἰσχύνομαι] …
14υπεραιδούμαι — έομαι, Α φέρομαι με πολύ μεγάλο σεβασμό σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αἰδοῦμαι «αισχύνομαι, ντρέπομαι, σέβομαι»] …
15υπεραισχύνομαι — ΜΑ [αἰσχύνομαι] ντρέπομαι πάρα πολύ, προσέχω πολύ μήπως... (α. «τῶν ὑβριστῶν ὑπεραισχυνόμενοι», Φώτ. β. «ὑπεραισχυνθέντες οἱ ἐν Θήβαις ἄρχοντες, μὴ δόξωσιν ὡς ἀληθῶς εἶναι προδόται», Αισχίν.) αρχ. αισθάνομαι μεγάλη ντροπή γιατί έκανα κάτι κακό …
16ԱՄԱՉԵՄ — (եցի.) NBH 1 0052 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c, 12c չ. αἱσχύνομαι, καταισχύνομαι, ἑντρέπομαι pudefio, erubeso, perturbor Ամօթ կրել. զամօթի հարկանիլ. պատկառիլ. շառագունիլ. խռովիլ. ամըչնալ, խպնիլ, կարմրիլ …
17ԽՈՐՇԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0980 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 11c ձ. στέλλομαι, ὐποστέλλω, ομαι subduco me, vito, caveo ἑκκλίνω declino εἵκω cedo παραλάττομαι fugio եւն. Որպէս թէ ʼի խորշ մի ամփոփիլ. Ի բաց մեկնիլ. խրտչել. գարշիլ. խուսափել.… …
18ՊԱՏԿԱՌԵՄ — (եցի.) NBH 2 0612 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c չ. որ եւ ՊԱՏԿԱՌԻՄ. ἑντρέπω, ἑντρέπομαι , αἱσχύνομαι erubesco, revereor, pudefio, pudet me. Ամաչել ամօթխածութեամբ. ակնածել. յարգանօք երկնչել. եւ Զամօթի հարկանիլ.… …
19καταντρέπομαι — καταντράπηκα, ντρέπομαι υπερβολικά, αισχύνομαι, καταντροπιάζομαι: Καταντρέπομαι να τον συναντήσω έπειτα απ όσα έγιναν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
20ντρέπομαι — ντράπηκα, αισχύνομαι, διστάζω από συστολή, νιώθω ντροπή: Πρέπει να ντρέπεσαι για όσα έκανες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
- 1
- 2