αἰσχύνας

  • 1αἰσχύνας — αἰσχύ̱νᾱς , αἰσχύνη shame fem acc pl αἰσχύ̱νᾱς , αἰσχύνη shame fem gen sg (doric aeolic) αἰσχύ̱νᾱς , αἰσχύνω make ugly aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2επαφρίζω — ἐπαφρίζω (AM) αφρίζω στην επιφάνεια («γροῡς καὶ τὸ ἐπαφρίζον ταῑς χύτραις», Ευστ.) αρχ. απορρίπτω ως αφρό («κύματα... θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας», ΚΔ) …

    Dictionary of Greek