αἰσχύλος
1Αἰσχύλος — masc nom sg …
2Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι …
3Αισχύλος — ο κύρ. όνομα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Αἰσχύλω — Αἰσχύλος masc nom/voc/acc dual Αἰσχύλος masc gen sg (doric aeolic) …
5Αἰσχύλε — Αἰσχύλος masc voc sg …
6Αἰσχύλοι — Αἰσχύλος masc nom/voc pl …
7Αἰσχύλον — Αἰσχύλος masc acc sg …
8Αἰσχύλου — Αἰσχύλος masc gen sg …
9Αἰσχύλῳ — Αἰσχύλος masc dat sg …
10Eschyle — Buste d Eschyle, musées du Capitole Nom de naissance Αἰσχύλος (Aiskhúlos) …