αἰσχροκερδεῖς
1αἰσχροκερδεῖς — αἰσχροκερδέω to be sordid pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem acc pl αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
2αισχροκερδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που κερδίζει παράνομα: Ήταν ένας από τους πιο αισχροκερδείς εμπόρους της αγοράς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)