αἰσχροκερδής
1αἰσχροκερδής — sordidly greedy of gain masc/fem nom sg …
2αισχροκερδής — ές (Α αἰσχροκερδής) νεοελλ. αυτός που επιτυχαίνει αθέμιτα κέρδη αρχ. αυτός που επιζητεί αισχρά κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + κερδής < κέρδος. ΠΑΡ. αισχροκέρδεια, αισχροκερδώ] …
3αισχροκερδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που κερδίζει παράνομα: Ήταν ένας από τους πιο αισχροκερδείς εμπόρους της αγοράς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αἰσχροκέρδης — αἰσχροκερδέω to be sordid imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
5αἰσχροκερδῆ — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem acc sg (attic epic doric) …
6αἰσχροκερδές — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem voc sg αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain neut nom/voc/acc sg …
7αἰσχροκερδοῦς — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …
8αἰσχροκερδέσι — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem/neut dat pl …
9αἰσχροκερδέστατοι — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc nom/voc superl pl …
10αἰσχροκερδῶς — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain adverbial (attic epic doric) …