αἰσχρά

  • 41παναισχραμορφία — παναισχραμορφία, ἡ (Μ) πλήρης δυσμορφία, μεγάλη ασχήμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰσχρά + μορφή] …

    Dictionary of Greek

  • 42πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… …

    Dictionary of Greek

  • 43πτώμα — το / πτῶμα, ΝΜΑ το ανθρώπινο σώμα μετά την επέλευση τού θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῑ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ. γ. «Ἑλένης πτῶμ , ἰδὼν ἐν αἵματι» Ευρ.) νεοελλ. μτφ. άνθρωπος εξαντλημένος… …

    Dictionary of Greek

  • 44σαπρολογία — ἡ, Μ αισχρά λόγια, ύβρεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + λογία*] …

    Dictionary of Greek

  • 45στηνιώ — όω, Α [Στήνια] (το απρμφ. αορ.) στηνιῶσαι (κατά τον Ησύχ.) το να είναι κανείς λοίδορος, να ξεστομίζει λόγια αισχρά και αναιδή …

    Dictionary of Greek

  • 46τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …

    Dictionary of Greek

  • 47φρόνημα — το, ΝΜΑ [φρονῶ] 1. διανόημα, σκέψη (α. «μ ένα βλέμμα όπου φονεύει / τα φρονήματα τα αισχρά», Σολωμ. β. «Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων», Αισχύλ.) 2. συναίσθηση αξίας ή υπεροχής, αυτοπεποίθηση (α. «έχει υψηλό φρόνημα» β. «ἀνδρὶ …

    Dictionary of Greek

  • 48ύλαγμα — άγματος, και ὕλασμα, άσματος, τὸ, Α 1.το γάβγισμα τού σκυλιού, υλακή 2. στον πληθ. τὰ ὑλάγματα μτφ. αισχρά λόγια 3. φρ. «νήπια ὑλάγματα» μτφ. λόγια δηλωτικά οργής, θυμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω» με ουρανική εκφραστική… …

    Dictionary of Greek

  • 49Ατάραντες — Αρχαίος λαός της Λιβύης, που κατοικούσε στα παράλια της σημερινής Σύρτης της Βιλάκας. Όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, ως λαός λεγόταν Α., αλλά κανένας ως άτομο δεν είχε ιδιαίτερο όνομα. Οι Α., κατά τον Ηρόδοτο, όταν μεσουρανούσε ο ήλιος τον… …

    Dictionary of Greek

  • 50ՊՂԾԱԽՕՍ — ( ) NBH 2 0653 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c ա. αἵσχρα φθέγγόμενος, αἱσχρολόγος obscoena loquens, turpiloquus. Որ պիղծ բանս խօսի. պղծաբան. պղծաշուրթն. պղծաբարբառ. *Երթաս լսել զբարբառ պղծախօս կանանց. Ոսկ. յհ. ՟Ա. 1: *Ի …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)