αἰσχρά
31καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …
32καταισχρεύομαι — (Μ) λέγω ή πράττω αισχρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αισχρεύομαι (< αισχρός), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …
33κατασχημονώ — κατασχημονῶ, έω (Α) φέρομαι με ασχημοσύνη, με απρέπεια, αισχρά …
34κοπρογράφος — κοπρογράφος, ὁ (Μ) αυτός που γράφει αισχρά, χυδαία («κοπρογράφον, οὕτω χρεών καλεῑν γὰρ ἢ καλλιγράφον», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + γράφος (< γράφω)] …
35κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …
36κυνικός — ή, ό (AM κυνικός, ή, όν) [κύων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε σκύλο ή μοιάζει με σκύλο («τὸ κυνικὸν καὶ θηριῶδες τῶν ὀρέξεων κατέχειν», Πλούτ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον αστερισμό τού Κυνός («κυνικά καύματα») 3. αυτός που… …
37λεσβιάζω — (Α λεσβιάζω) [Λέσβιος] νεοελλ. (για γυναίκα) έχω την ερωτική διαστροφή τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις αρχ. 1. επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα 2. συνθέτω αισχρά ποιήματα, αισχρολογώ ως ποιητής («αὕτη ποθ ἡ Μοῡσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ» …
38λωβητός — λωβητός, ή, όν (Α) [λωβώμαι] 1. αυτός που κακοποιήθηκε, που ατιμάστηκε («κείνης ὁρῶν λωβητὸν εἶδος», Σοφ.) 2. υβριστικός, προσβλητικός, ονειδιστικός («αἰσχρὰ καὶ λωβήτ ἔπη», Σοφ.) …
39λύγισμα — το (AM λύγισμα, Μ και λύγισμαν) [λυγίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λυγίζω, κύρτωση, κάμψη, καμπύλωση («λύγισμα τής μέσης») 2. εναλλαγή, τσάκισμα τής φωνής στο τραγούδι νεοελλ. υποχώρηση σε δυσκολίες νεοελλ. μσν. 1. χαριτωμένη, φιλάρεσκη …
40πίνος — ο, ΝΜΑ 1. (για ένδυμα ή για τρίχωμα ανθρώπων ή ζώων, κυρίως τών προβάτων) λιπώδης ακαθαρσία, λέρα, λίγδα 2. η οξείδωση τών χαλκών ανδριάντων, ο ιός που σχηματίζεται στα μέταλλα («ἐθαύμαζε δὲ τοῡ χαλκοῡ τὸ ἀνθηρόν, ὡς οὐ πίνῳ προσεοικός», Πλούτ.)… …