αἰσχρά

  • 11αισχροεπώ — αἰσχροεπῶ ( έω) (Α) [αἰσχροεπής] μεταχειρίζομαι αισχρή γλώσσα, λέω αισχρά λόγια …

    Dictionary of Greek

  • 12αισχροκερδής — ές (Α αἰσχροκερδής) νεοελλ. αυτός που επιτυχαίνει αθέμιτα κέρδη αρχ. αυτός που επιζητεί αισχρά κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + κερδής < κέρδος. ΠΑΡ. αισχροκέρδεια, αισχροκερδώ] …

    Dictionary of Greek

  • 13αισχρολογία — η (Α αἰσχρολογία) [αἰσχρολόγος] το να χρησιμοποιεί κανείς αισχρές λέξεις ή να μιλά για αισχρά πράγματα, βωμολοχία, χυδαιολογία αρχ. 1. αισχρός, άσχημος λόγος 2. βρισιά, λοιδορία …

    Dictionary of Greek

  • 14αισχρολογώ — ( έω) (Α αἰσχρολογῶ) λέω αισχρά λόγια, βωμολοχώ, χυδαιολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρολόγος. ΠΑΡ. νεοελλ. αισχρολόγημα] …

    Dictionary of Greek

  • 15αισχρολόγος — ο (Α αἰσχρολόγος) αυτός που λέει αισχρά λόγια, που εκστομίζει αισχρολογίες, βωμολόχος, χυδαιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρός + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. αισχρολογία, αισχρολογώ νεοελλ. αισχρολογικός] …

    Dictionary of Greek

  • 16αισχροποιώ — αἰσχροποιῶ (AM) [αἰσχροποιός] 1. ενεργώ αισχρά, κάνω αισχρές πράξεις, ασελγώ, λεσβιάζω 2. ατιμάζω, ντροπιάζω || («αἰσχροποιῶ τὰς τέχνας») …

    Dictionary of Greek

  • 17αισχρουργώ — ( έω) (Α αἰσχρουργῶ) συμπεριφέρομαι αισχρά, κάνω αισχρές πράξεις μσν. μεταχειρίζομαι κάποιον με αισχρό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρουργός. ΠΑΡ. μσν. αἰσχρούργημα] …

    Dictionary of Greek

  • 18αισχρόμητις — αἰσχρόμητις ( ιος), ο, η (Α) αυτός που έχει στον νου του αισχρά πράγματα, που έχει φαύλα σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + μῆτις «γνώμη, σχέδιο, επιχείρηση»] …

    Dictionary of Greek

  • 19ασπουδί — ἀσπουδί και δεί επίρρ. (Α) [σπουδή] 1. χωρίς αγώνα ή προσπάθεια 2. αγενώς, αισχρά …

    Dictionary of Greek

  • 20βρομολόγος — ο όποιος λέγει αισχρά λόγια, βωμολόχος …

    Dictionary of Greek