αἰσιμία
1αἰσιμία — αἰσιμίᾱ , αἰσιμία due apportionment fem nom/voc/acc dual αἰσιμίᾱ , αἰσιμία due apportionment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2αισιμία — αἰσιμία, η (Α) [αἴσιμος] ευτυχία, ευδαιμονία …
3αἰσιμίαις — αἰσιμία due apportionment fem dat pl …
4αἰσιμίαισι — αἰσιμία due apportionment fem dat pl (epic ionic aeolic) …
5αἰσιμίην — αἰσιμία due apportionment fem acc sg (epic ionic) …
6αἰσιμίῃ — αἰσιμία due apportionment fem dat sg (epic ionic) …
7αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …
8αίσιμος — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, το όνομα του οποίου σημαίνει ότι προμαντεύει κάτι καλό. Για τον λόγο αυτό τον όρισαν αρχηγό της πομπής που προσέφερε θυσία στην Πολιούχο Αθηνά, όταν οι Αθηναίοι θέλησαν να καθιερώσουν εορταστικές τελετές… …