αἰολοθώρηξ

  • 1αιολοθώρηξ — αἰολοθώρηξ, ο (Α) αυτός που έχει λαμπερό, αστραφτερό θώρακα ή αυτός που κινείται με ευχέρεια μέσα στον θώρακά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + θώρηξ, ιων. τ. τού θώραξ] …

    Dictionary of Greek

  • 2αἰολοθώρηξ — with glancing breastplate masc nom/voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …

    Dictionary of Greek