αἰνικτηρίως
1αινικτηρίως — αἰνικτηρίως (Α) [*αἰνικτήριος] αινιγματωδώς, αινιγματικά …
2αἰνικτηρίως — αἰνικτήριος in riddles adverbial αἰνικτήριος in riddles masc/fem acc pl (doric) …
1αινικτηρίως — αἰνικτηρίως (Α) [*αἰνικτήριος] αινιγματωδώς, αινιγματικά …
2αἰνικτηρίως — αἰνικτήριος in riddles adverbial αἰνικτήριος in riddles masc/fem acc pl (doric) …