αἰνητός
1αινητός — αἰνητός, ή, όν (Α) ο αινετός* …
2Αἴνητος — masc nom sg …
3αἰνητά — αἰνητός neut nom/voc/acc pl αἰνητά̱ , αἰνητός fem nom/voc/acc dual αἰνητά̱ , αἰνητός fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4αἰνητόν — αἰνητός masc acc sg αἰνητός neut nom/voc/acc sg …
5αἰνητῇ — αἰνητός fem dat sg (attic epic ionic) …
6Αἰνήτου — Αἴνητος masc gen sg …
7Αἴνητον — Αἴνητος masc acc sg …
8μεγαίνητος — ή μεγαίνετος, ον (Α) πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + ἄνητος και αἴνετος (< αἰνῶ), πρβλ. ευ αίνητος, πολυ αίνητος] …
9ευαίνετος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο μεγαλύτερος χαράκτης νομισμάτων της αρχαιότητας (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Εργάστηκε στα νομισματοκοπεία των Συρακουσών, της Κατάνης και της Καμάρινας. Στις Συρακούσες δημιούργησε τρεις τύπους νομισμάτων με γυναικείες… …
10πολυαίνετος — και πολυαίνητος, ον, Α πολύαινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αἰνετός/ αἰνητός (< αἰνῶ «μιλώ για κάποιον, δοξάζω»), πρβλ. ευ αίνετος] …