αἰθᾰλίων
1αιθαλίων — αἰθαλίων ( ωνος), ο (Α) αυτός που εχει σκούρο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθάλη η λ. αποδίδεται στους τζίτζικες και δηλώνει αυτόν που έχει ξεραθεί, καεί απο τον ήλιο το επίθετο αναφέρεται περισσότερο στο χρώμα τους. Η κατάλ. τής λ. καλύπτει μετρικές… …
2αἰθαλίων — masc/fem nom/voc sg …
3αἰθαλίωνες — αἰθαλίων masc/fem nom/voc pl …
4αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… …