αἰθήρ
1Αἰθήρ — ether masc nom sg …
2αἰθήρ — ether masc nom sg …
3αιθήρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος της Νύχτας και του Ερέβους και αδελφός της Ημέρας. Ο Βιργίλιος, αργότερα, τον ταύτισε με τον Δία. * * * αἰθήρ ( έρος), ο (Α) βλ. αιθέρας …
4αιθήρ ή αιθέρας — (από το αίθω = καίω, λάμπω, ακτινοβολώ). Το ανώτατο και πιο καθαρό στρώμα του αέρα, ο ουρανός. Με τη λέξη αυτή προσδιόριζαν οι αρχαίοι την κατοικία των θεών και την πνοή που έβγαινε σαν ατμός κατά τη μυθολογία, από το στόμα του Κύκλωπα.… …
5Αἰθέρα — αἰθήρ ether masc acc sg …
6αἰθέρα — αἰθήρ ether masc acc sg …
7Αἰθέρας — αἰθήρ ether masc acc pl …
8αἰθέρας — αἰθήρ ether masc acc pl …
9Αἰθέρε — αἰθήρ ether masc nom/voc/acc dual …
10αἰθέρε — αἰθήρ ether masc nom/voc/acc dual …