αἰετοῦ οἴματ' ἔχων

  • 1οίμα — οἶμα, οἴματος, τὸ (Α) βίαιη εφόρμηση, έφοδος («αἰετοῡ οἴματ ἔχων μέλανος τοῡ θηρητῆρος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλα με το ουσ. οἶμα μαρτυρείται στον Ομηρο ο αόρ. οἰμῆσαι, που προϋποθέτει την ύπαρξη ρήματος οἰμάω. Η ανώμαλη… …

    Dictionary of Greek