αἰγύπτου

  • 81Ωγυγία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Αμφίονα και της Νιόβης· την σκότωσε η Άρτεμη. II Το νησί της Καλυψούς που αναφέρεται στην Οδύσσεια και το οποίο βρισκόταν σε απόσταση 18 ημερών από το νησί των Φαιάκων. Επίσης, Ω. ήταν η αρχαιότατη ονομασία της… …

    Dictionary of Greek

  • 82άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …

    Dictionary of Greek

  • 83ίππαλος — (1ος αι. π.Χ.).Ναυτικός. Επονομαζόταν Κυβερνήτης και είχε πραγματοποιήσει πολλά ταξίδια μεταξύ Αιγύπτου, Αραβίας και Ινδιών. Έκανε ενδιαφέρουσες μετεωρολογικές παρατηρήσεις στον Ινδικό ωκεανό. Ανακάλυψε πρώτος ότι πνέουν κανονικοί άνεμοι τον μισό …

    Dictionary of Greek

  • 84αέρια — I Αρχαία ονομασία της Αιγύπτου, από τη μητέρα του Αιγύπτου Αγχιρρόη, που λεγόταν και Α. Η ίδια ονομασία δινόταν στην Κρήτη, στη Θεσσαλία, στη Θάσο και στην Κύπρο, όπου λάτρευαν την Α. Αφροδίτη. II (Αστρον.).Αστεροειδής γνωστός με τα στοιχεία 1893 …

    Dictionary of Greek

  • 85αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …

    Dictionary of Greek

  • 86βύβλος — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Φοινικική πόλη, στις ακτές του Λιβάνου, μεταξύ της Βηρυττού και της Τρίπολης της Συρίας. Λεγόταν επίσης Γεβέλ, Γάβουνα ή Γαβών. Θεωρείται από τις αρχαιότερες πόλεις του κόσμου και, σύμφωνα με την παράδοση, χτίστηκε …

    Dictionary of Greek

  • 87γκίζα — (al Jizah). Πόλη (2.540.000 κάτ. το 2002) της βόρειας Αιγύπτου, πρωτεύουσα του ομώνυμου κυβερνείου (85.150 τ. χλμ., 5.450.000 κάτ. το 2002). Η πόλη είναι γνωστή κυρίως για τις πυραμίδες του Χέοπα, του Χεφρίν και του Μικερίνου, που βρίσκονται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 88διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 89ελεφαντίνη — Νησίδα στον Νείλο, στην Άνω Αίγυπτο, απέναντι από την αρχαία Συήνη (σημερινό Ασουάν). Το νησί ήταν ονομαστό κυρίως στα χρόνια μεταξύ της 6ης και της 11ης φαραωνικής δυναστείας, αλλά στην περίοδο της ελληνικής και της ρωμαϊκής κυριαρχίας γνώρισε… …

    Dictionary of Greek

  • 90ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …

    Dictionary of Greek