αἰγύπτου

  • 71Diocese of Egypt (Late Antiquity) — Dioecesis Aegypti Διοίκησις Αἰγύπτου Diocese of Egypt Diocese of the Roman Empire …

    Wikipedia

  • 72AEGYPTUS Turcis Elcuibet — Asiae regio (licet a Ptolemaeo in Africa discribatur) teste Mela l. 1. c. 9. in 2. partes dividitur. Una inferior, quae et Delta, ad occidentem Bechria, et ad ortum Errif, teste Io: Leone, dicitur. Altera Superior, vulgo Sahid, et olim Thebais… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 73PELUSIUM — oppid. in extrema Aegypti ora, quae Casiotidi contermina est, a quo et extremum Nili ostium, coeteris Orientalius, quô Aegyptus ab Asia terminatur, Pelusium, seu Pelusiacum vocatur. Nunc Carabes Tyrio, Lucan. l. 8. v. 466. In vada decurrit… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 74PUDUCLARE — in Monachorum Regulis, c. 81. Habere debent Fratres in hieme paraturam grossam quottidianam strammeam et tunicam aliam nocturnam, quam post nocturnum puduclent, quia in die diversis occupantur laboribus; Lucae Holstenio in suo Gloss. deponere est …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 75Ειλείθυια — I Θεότητα που την επικαλούνταν ως προστάτιδα του τοκετού και τη συσχέτιζαν άλλοτε με την Ήρα και άλλοτε με την Άρτεμη. Στην Ιλιάδα, η Ε. είναι προσωποποίηση των ωδίνων του τοκετού, κόρη της Ήρας, η οποία τις αποστέλλει ή τις εμποδίζει. Οι… …

    Dictionary of Greek

  • 76Ηλιοσέραπις — Ἡλιοσέραπις, ιδος, ό, ἡ (Α) θεότητα τής Αιγύπτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + Σέραπις, μτγν. τ. τού Σάραπις «θεότητα τής Αιγύπτου»] …

    Dictionary of Greek

  • 77Θηβαΐς — I Νομός της Αιγύπτου κατά την αρχαιότητα, στο νότιο μέρος της, με πρωτεύουσα τις αρχαίες Θήβες. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η περιοχή έγινε το καταφύγιο πολλών χριστιανών, που καταδιώκονταν για δογματικούς λόγους. Εκεί αφοσιώθηκαν στον… …

    Dictionary of Greek

  • 78Νέφθυς — Αιγυπτιακή θεότητα κατά την αρχαιότητα. Ήταν κόρη του Σεβ (Γη) και της Νουτ (Ουρανού), σύζυγος του Σετ, από τον οποίο γέννησε τον Άνουβη, και αδελφή του Όσιρη και της Ίσιδας. Στον περίφημο μύθο του Όσιρη, ο οποίος κατατεμαχίστηκε από τον Σετ, η Ν …

    Dictionary of Greek

  • 79Ναύκρατις — Αρχαία ελληνική αποικία της Αιγύπτου. Βρισκόταν κοντά στον κανωβικό βραχίονα του Νείλου, στην περιοχή της Σαΐδας, 75 χλμ. ΝΑ της Αλεξάνδρειας. Ιδρύθηκε περί τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. από τους Μιλησίους μισθοφόρους του Ψαμμητίχου A’. Υπήρξε… …

    Dictionary of Greek

  • 80Χημία — ἡ, Α 1. η Αίγυπτος, η γη τής Αιγύπτου 2. τό μαύρο τμήμα τού ματιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική τού ονόματος που χρησιμοποιείται στην αιγυπτιακή γλώσσα για να δηλωθεί το κράτος τής Αιγύπτου (πρβλ. αιγυπτιακό Kmt, κοπτικό XHΜΙ), τού οποίου η… …

    Dictionary of Greek