αἰγύπτου

  • 51Κάμελ, Μουστάφα — (Mustafa Kamil, 1877 – 1908). Αιγύπτιος πολιτικός. Ήταν ιδρυτής του εθνικόφρονος κόμματος της Αιγύπτου και διακρινόταν για τις φιλελεύθερες πολιτικές του πεποιθήσεις. Σε ηλικία μόλις 20 ετών αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στον αγώνα για τον τερματισμό… …

    Dictionary of Greek

  • 52Καμπ Ντέιβιντ — (Camp David). Η εξοχική κατοικία του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε από την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων το καλοκαίρι του 1942, κατόπιν εντολής του προέδρου Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, και ονομάστηκε αργότερα Κ.Ν. από τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ …

    Dictionary of Greek

  • 53Καρνάκ — I Αρχαιολογική τοποθεσία στην ανατολική Αίγυπτο, δίπλα στην ανατολική όχθη του ποταμού Νείλου. Το Κ. αποτελεί το βόρειο μέρος των αρχαίων Θηβών· το νότιο μέρος βρίσκεται στο Λούξορ. Η σημασία του Κ. έγκειται στο συγκρότημα των αρχαίων ναών της… …

    Dictionary of Greek

  • 54Κλεομένης — I Όνομα τριών βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Κ. Α’ (; – 490; π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης (520 490 π.Χ.). Ήταν γιος του Αναξανδρίδα Β’, από το βασιλικό γένος των Αγιαδών. Ανέβηκε στον θρόνο περίπου το 520 π.Χ. Ηγήθηκε του σπαρτιατικού στρατού που… …

    Dictionary of Greek

  • 55Κλεοπάτρας, οβελίσκος — Αρχαίος αιγυπτιακός οβελίσκος που δόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία, το 1819, από τον αντιβασιλιά της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλι. Ο οβελίσκος βρίσκεται σήμερα στη βόρεια όχθη του Τάμεση, στο Λονδίνο. Έχει ύψος 18 μ. και τοποθετήθηκε στη σημερινή του θέση το… …

    Dictionary of Greek

  • 56Κόπτες — Οι πρώτοι μονοφυσίτες χριστιανοί της Αιγύπτου και οι διάδοχοί τους, οι οποίοι σήμερα αριθμούν περίπου 7.000.000 και αποτελούν, από ανθρωπολογική άποψη, τους πιο καθαρούς εκπροσώπους του αρχαίου αιγυπτιακού λαού. Η ονομασία Κ. αποτελεί… …

    Dictionary of Greek

  • 57Λιάτσης, Σωτήριος — (Καστανίτσα Κυνουρίας 1876 – 1938). Δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε αρχικά στην πειραιώτικη εφημερίδα Πρόνοια και από το 1885 στις ημερήσιες ελληνικές εφημερίδες Τηλέγραφος και Ομόνοια της Αιγύπτου. Το 1891 διορίστηκε διευθυντής της Μεταρρύθμισης και …

    Dictionary of Greek

  • 58Λούξορ — (αιγυπτ. El Uqsor, διεθν. Luxor). Πόλη (360.503 κάτ. το 1996) της Αιγύπτου και κυβερνείο (επαρχία) της χώρας στην Άνω Αίγυπτο. Η πόλη βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Νείλου και είναι χτισμένη, μαζί με τη γειτονική Ελ Καρνάκ, στην τοποθεσία των… …

    Dictionary of Greek

  • 59Μαμελούκοι — (από το αραβικό μαμλούκ = δούλος). Ονομασία στρατιωτικής κάστας αποτελούμενης από δούλους, σωματοφυλακής των σουλτάνων της Αιγύπτου αρχικά (9ος αι.), και της δυναστείας την οποία δημιούργησαν αποκτώντας αργότερα την εξουσία (12ος 19ος αι.). Η… …

    Dictionary of Greek

  • 60Μαρεώτις — (αιγυπτ. Maruyt). Αβαθής αλμυρή λίμνη (250 τ. χλμ.) της Αιγύπτου. Βρίσκεται στα ΝΔ της Αλεξάνδρειας και η ονομασία της προήλθε από τους Έλληνες της αρχαιότητας. Στις όχθες της βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η πόλη Μαρέα, πρωτεύουσα του Ινάρω,… …

    Dictionary of Greek