αἰγύπτου

  • 111Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …

    Dictionary of Greek

  • 112Αχαιός — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθικό πρόσωπο, γενάρχης και ήρωας των Αχαιών, γιος του Ξούθου (γιου του Έλληνα) και της θυγατέρας του Ερεχθέα, Κρέουσας (Απολλόδ. Α’ 7,3 και Στραβ. Η’ 383). Σύμφωνα με άλλες εκδοχές ήταν γιος του… …

    Dictionary of Greek

  • 113Βοημούνδος — (Bohemond). Εξελληνισμένο όνομα ηγεμόνων της Αντιόχειας και κομητών της Τρίπολης της Συρίας. 1. Β. Α’ (1050 – 1111). Ηγεμόνας της Αντιόχειας (1098 1104) και ένας από τους αρχηγούς της Α’ Σταυροφορίας. Πρωτότοκος γιος του Ροβέρτου Γυισκάρδου,… …

    Dictionary of Greek

  • 114Βρυώνης, Ομέρ — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Τουρκαλβανός στρατιωτικός ηγέτης. Ονομαστός πολέμαρχος στην υπηρεσία του σουλτάνου κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, καταγόταν από τον γνωστό ελληνικό οίκο των Βρυώνηδων που εξισλαμίστηκε μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 115Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …

    Dictionary of Greek

  • 116Γιαλουράκης, Μανόλης — (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1921 – 1987). Λογοτέχνης και κριτικός λογοτεχνίας. Οι γονείς του ήταν κρητικής καταγωγής. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες της Αιγύπτου. Το 1966 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 117Δαμιέτη — (DumyatDamietta). Πόλη (περ. 90.000 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (589 τ. χλμ., 914.614 κάτ.) της Κάτω Αιγύπτου. Η πόλη είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του Νείλου, στο βορειοδυτικό άκρο της λίμνης Μενζάλας και σε… …

    Dictionary of Greek

  • 118Δαναός — Μυθολογικό πρόσωπο. Γενάρχης των Αργείων που έφυγε από την Αίγυπτο με τις πενήντα κόρες του (Δαναΐδες) για να αποφύγει τον γάμο τους με τους πενήντα γιους του αδελφού του, Αιγύπτου. Οι ανιψιοί του όμως τον ακολούθησαν στο Άργος και τον ανάγκασαν… …

    Dictionary of Greek

  • 119Διόσπολις — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Παλαιστίνης, που ήταν χτισμένη ΝΑ της Ιόπης και ανήκε στη φυλή Βενιαμίν. Η πρώτη της ονομασία ήταν Λύδδα. 2. Παλαιότερη ονομασία της φρυγικής πόλης Λαοδίκεια (βλ. λ.). 3. Παραλιακή πόλη της Συρίας. 4. Πόλη και …

    Dictionary of Greek

  • 120Έπαφος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αιγύπτου, γιος του Δία και της Ιούς. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του τον γέννησε, ύστερα από πολλές περιπλανήσεις, στις όχθες του Νείλου, αλλά η Ήρα διέταξε τους Κουρήτες να κρύψουν το βρέφος. Ο Δίας τους… …

    Dictionary of Greek