αἰγλ-

  • 1θυήεις — θυήεις, εσσα, εν (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού ουσ. βωμός) αυτός που αναδίδει ευχάριστη οσμή από καπνό θυμιάματος ή θυσίας (βωμός τε θυήεις», Ομ. Ιλ.) 2. ευώδης («θυήεντα σπάργανα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + κατάλ. ήεις (πρβλ. αιγλ ήεις, πετρ ήεις)] …

    Dictionary of Greek

  • 2υψήεις — εσσα, εν, Α (ποιητ. τ.) υψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψος + επίθημα ήεις (βλ. λ. όεις), πιθ. κατά τα αἰγλ ήεις, ἐρσ ήεις] …

    Dictionary of Greek