αἰακός
1Αἰακός — masc nom sg …
2Αιακός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αίγινας, γιος του Δία και της Αίγινας, μιας από τις είκοσι κόρες του αργολικού ποταμού Ασωπού. Ο Δίας είχε αγαπήσει την κόρη του Ασωπού και, αφού μεταμορφώθηκε σε αετό, την άρπαξε και την πήγε στο ερημονήσι του… …
3Эак — (Αίακός) сын Зевса и дочери бога (реки) Асопа Эгины, основатель рода Эакидов, распространенного в Фессалии, на Саламине и Эгине и, вероятно, переселившегося в эти местности из Додонской области, где он имел близкое отношение к культу Зевса (так,… …
4Αἰακοί — Αἰακός masc nom/voc pl …
5Αἰακοῦ — Αἰακός masc gen sg …
6Αἰακούς — Αἰακός masc acc pl …
7Αἰακέ — Αἰακός masc voc sg …
8Αἰακῷ — Αἰακός masc dat sg …
9Αἰακόν — Αἰακός masc acc sg …
10Αἰακώς — Αἰακός masc acc pl (doric) …