αἰαι
1αιαί — αἰαῑ (Α) βλ. αἴ …
2αἰαῖ — indeclform (exclam) …
3αι — (I) αἰ (Α) 1. σύνδεσμος υποθετικός τής δωρικής και αιολικής διαλέκτου αντί τού εἰ* 2. «αἴ γὰρ», αντί τού «εἰ γὰρ» για έκφραση ευχής ή επιθυμίας «είθε, μακάρι!» 3. «αἴ κε(ν)» (στον Όμηρο) «αχ και να...» [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να… …
4επαιάζω — ἐπαιάζω (Α) 1. αιάζω, φωνάζω «αἰαί», θρηνολογώ για κάποιον («ἐπαιάζοντα τῷ νεκρῷ», Λουκιαν.) 2. (με αιτ.) θρηνώ 3. συμμετέχω σε θρήνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιάζω «φωνάζω αιαί»] …
5ай! — ай яй яй! – межд. удивления и боли. Очевидно, звукоподражательное; никакой исторической связи с греч. αἰ, αἰαῖ, лат. ei, нем. ei не существует, вопреки Преобр. (1, 4) …
6αιάζω — αἰάζω (Α) 1. φωνάζω αιαί, θρηνώ, ολολύζω, μοιρολογώ 2. αναστενάζω, φυσώ δυνατά, ξεφυσάω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποιημένη λ. από το επιφών. αἴ*. ΠΑΡ. αρχ. αἴαγμα, αἰακτός μσν. αἰαγμός, αἴασμαι …
7οιμώζω — (Α οἰμώζω) κλαίω γοερά, θρηνώ, οδύρομαι («ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τραυματία) βογγώ, στενάζω 2. λυπάμαι κάποιον, οικτίρω 3. (συν. στην προστ. οἴμωζε και σε άλλους τ. ως τυπική λαϊκή έκφραση για κατάρα) γκρεμίσου,… …
8ώαι — Α (αιολ. τ.) επιφών. αἰαῑ* …
9Αἶ' — Αἶα , Αἴας masc voc sg (epic) Αἶα , Αἶα fem nom/voc sg Αἶαι , Αἶα fem nom/voc pl …
10μνααῖαι — μνᾱαῖαι , μνααῖος of the weight of a fem nom/voc pl …
- 1
- 2