αύριο θα
121δεκατιστής — ο αυτός που είναι υπεύθυνος για την είσπραξη του φόρου της δεκάτης: Αύριο έρχεται ο δεκατιστής για το λάδι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
122δημαρχιακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δημαρχία ή στο δήμαρχο: Αύριο συγκαλείται δημαρχιακό συμβούλιο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
123δικαστήριο — το 1. ο τόπος και το οίκημα όπου γίνονται οι δίκες. 2. το σύνολο των δικαστών που εκδικάζει μια υπόθεση: Πρόσεξε πώς απευθύνεσαι στο δικαστήριο. 3. η δικαστική αρχή: Τα δικαστήρια υπάγονται στο υπουργείο Δικαιοσύνης. 4. η δίκη: Αύριο έχω… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
124διοικητικός, -ή — ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη διοίκηση ή το διοικητή: Από αύριο ασκεί διοικητικά καθήκοντα. 2. το ουδ. ως ουσ., διοικητικό η διοικητική ικανότητα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
125δυνατότητα — η 1. η ικανότητα για να πραγματοποιηθεί κάτι: Έχει τη δυνατότητα να μας βοηθήσει. 2. πιθανότητα, ενδεχόμενο: Υπάρχει δυνατότητα να βρεθούμε αύριο; …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
126εκπνέω — εξέπνευσα 1. μτβ., βγάζω κάτι με την πνοή, αποπνέω: Εκπνέει δυσοσμία. 2. αμτβ., αναπνέω για τελευταία φορά, πεθαίνω, ξεψυχώ: Εξέπνευσε ο τραυματίας. 3. μτφ., λήγω, τελειώνω, τερματίζομαι: Αύριο εκπνέει η προθεσμία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
127επανέρχομαι — επανήρθα 1. έρχομαι πάλι (πίσω) στον τόπο απ όπου αναχώρησα, επιστρέφω, γυρίζω, ξαναγυρίζω: Επανήρθαμε από την εξοχή. 2. έρχομαι πάλι κάπου, ξανάρχομαι: Επανέρχονται οι πόνοι. 3. μτφ., αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη κατάσταση ή θέση μου: Θα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
128επιλογή — η 1. εκλογή, διάλεγμα, ξεδιάλεγμα, ξεχώρισμα (των καλών βέβαια). 2. (βιολ.), η διάθεση και προσπάθεια που υπάρχει στα ζωικά και φυτικά όντα να διατηρούν τους πιο πρόσφορους για τη ζωή τους χαρακτήρες και να αποβάλλουν τους πιο απρόσφορους. 3. η… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)