αϊδος

  • 1Ἄιδος — Ἄϊδος , Αἵδης masc gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ᾌιδος — ᾍδης masc gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3Άιδος κυνή — Η περικεφαλαία, κατά τη μυθολογία, του θεού του Άδη Πλούτωνα. Κατασκευάστηκε από τους Κύκλωπες και είχε την ιδιότητα να κάνει αόρατο όποιον τη φορούσε. Εκτός από τον Πλούτωνα, τη χρησιμοποιούσαν και άλλοι θεοί, όπως ο Ερμής που τη φόρεσε για να… …

    Dictionary of Greek

  • 4αμερικανόπαις — ( αιδος), ο αμερικανόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αμερικανός + παις < παις] …

    Dictionary of Greek

  • 5πολύπαις — αιδος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύτεκνος 2. μτφ. (για την Τύρο) αυτή που έχει πολλές αποικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παῖς, παιδός (πρβλ. ολιγό παις)] …

    Dictionary of Greek

  • 6πορφυρανθόπαις — αιδος, ὁ, Μ πορφυρογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρανθής + παῖς] …

    Dictionary of Greek

  • 7πρόπαις — αιδος, ὁ, Α 1. (στην αρχαία Σπάρτη) αγόρι μέχρι τεσσάρων ετών 2. (κατά τον Ησύχ.) «μαστροπός». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παῖς, παιδός (πρβλ. αντί παις)] …

    Dictionary of Greek

  • 8πυρίπαις — αιδος, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) ο γιος τής φωτιάς, αυτός δηλ. που έχει γεννηθεί στη φωτιά ή από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + παῖς (πρβλ. θαλασσό παις)] …

    Dictionary of Greek

  • 9τρίπαις — αιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τρία παιδιά («τἆλλα πράττειν ἄνευ προστάτου διαγούσας, ὥσπερ αἱ τρίπαιδες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + παῖς, παιδός (πρβλ. δί παις)] …

    Dictionary of Greek

  • 10φιλόπαις — αιδος, ο, η, ΝΜΑ (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) 1. αυτός που αγαπά τα παιδιά του 2. (γενικά) αυτός που αγαπά τα παιδιά αρχ. 1. (για άνδρα) παιδεραστής («ποτέρους ἀμείνονας ἡ γῇ, τοὺς φιλόπαιδας ἤ τοὺς γυναίοις ἀσμενίζοντας», Λουκιαν.) 2. (για… …

    Dictionary of Greek