αχῶς

  • 1ἀχῶς — ἀ̱χῶς , ἠχώ echo fem acc pl (doric) ἀ̱χῶς , ἠχώ echo fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀ̱χῶς , ἠχώ echo fem gen sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ισαχώς — ἰσαχῶς (Α) επίρρ. ίσα, σε ίσα μέρη, εξίσου, με ίσο αριθμό τρόπων («τἀγαθὸν ἰσαχῶς λέγεται τῷ ὄντι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος + αχῶς (πρβλ. απειρ αχώς, πολλ αχώς, τετρ αχώς)] …

    Dictionary of Greek

  • 3οκταχώς — ὀκταχῶς (Α) επίρρ. με οκτώ τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ* + επιρρμ. κατάλ. αχῶς (πρβλ. εξ αχώς, τετρ αχώς)] …

    Dictionary of Greek

  • 4μυριαχώς — μυριαχῶς (Μ) επίρρ. με αναρίθμητους τρόπους («Λαοδικεῑς μυριαχῶς ἐκάκωσεν», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίος + επιρρμ. κατάλ. αχώς (πρβλ. μοναχῶς)] …

    Dictionary of Greek