αχρωματιστος
1ἀχρωμάτιστος — uncoloured masc/fem nom sg …
2αχρωμάτιστος — η, ο (AM ἀχρωμάτιστος, ον) αυτός που δεν έχει χρωματιστεί νεοελλ. εκείνος που δεν ανήκει σε καμιά πολιτική παράταξη …
3αχρωμάτιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι χρωματισμένος, ο άβαφος: Έχουμε το σπίτι αχρωμάτιστο. 2. αυτός που δεν έχει χρώμα, ο άχρωμος: Φορεί αχρωμάτιστα γυαλιά. 3. αυτός που δεν ανήκει σε ορισμένο πολιτικό κόμμα: Πολιτικά ήταν αχρωμάτιστος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀχρωματίστως — ἀχρωμάτιστος uncoloured adverbial ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem acc pl (doric) …
5ἀχρωμάτιστον — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem acc sg ἀχρωμάτιστος uncoloured neut nom/voc/acc sg …
6ἀχρωματίστου — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem/neut gen sg …
7ἀχρωματίστων — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem/neut gen pl …
8ἀχρωμάτιστα — ἀχρωμάτιστος uncoloured neut nom/voc/acc pl …
9ἀχρωμάτιστοι — ἀχρωμάτιστος uncoloured masc/fem nom/voc pl …
10άβαπτος — η, ο (Α ἄβαπτος, ον) [βάπτω] 1. αυτός που δεν βάφτηκε, ο αχρωμάτιστος 2. (για πυρακτωμένα μέταλλα) αυτός που δεν ψύχθηκε ακόμη μέσα σε νερό για να γίνει σκληρότερος, ο αστόμωτος …
- 1
- 2