αχρησίμευτος
1αχρησίμευτος — η, ο (Μ ἀχρησίμευτος, ον) άχρηστος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀχρησίμευτον το να είναι κάτι άχρηστο …
2αχρησίμευτος — η, ο αυτός που δε χρησιμεύει, ο άχρηστος: Φύλαγε ακόμη και πράγματα αχρησίμευτα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)