Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αχλάδια

  • 1 груша

    груша ж 1) (плод ) το αχλάδι 2) (дерево ) αχλαδιά
    * * *
    ж
    1) ( плод) το αχλάδι
    2) ( дерево) αχλαδιά

    Русско-греческий словарь > груша

  • 2 грушевый

    κ. грушовый, επ. της αχλαδιάς• από αχλαδιά•

    -ое дерево η αχλαδιά•

    грушевый сад αχλαδόκηπος.

    || από αχλάδι, αχλαδίσιος•

    грушевый сироп σιρόπι από αχλάδι.

    Большой русско-греческий словарь > грушевый

  • 3 трусить

    тру/ сить 1
    трушу, трусишь
    ρ.δ.
    δειλιάζω, φοβούμαι, κιοτεύω, λιγοψυχώ. || φοβούμαι•

    трусить наказания φοβούμαι τις τιμωρίες.

    труси/ть 2
    трушу, трусишь
    ρ.δ.μ. (απλ.) τινάζω, σείω•

    трусить муку из мешка τινάζω το αλεύρι από το τσουβάλι•

    трусить груши τινάζω τα αχλάδια (από την αχλαδιά).

    1. τινάζομαι, σείομαι.
    2. τρέμω (από το κρύο, φόβο κ.τ.τ.).
    труси/ть 3
    трушу, трусишь
    ρ.δ.
    (για ζώα) • τρέχω με γρήγορα βηματάκια. || πηγαίνω τροκ, τροχάζω (σε ζώο). || (για άνθρωπο) γοργοβαδιζω.

    Большой русско-греческий словарь > трусить

  • 4 груша

    I.
    мет. (конвертерная) το άπιον/απίδι του Μπέσεμερ
    II. 1. бот. (дерево) η αχλαδιά, η απιδιά 2. (плод) το αχλάδι, το απίδι
    земляная - см. топинамбур.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > груша

  • 5 груша

    гру́ш|а
    ж
    1. (плод) τό ἀπϊδι, τό ἀπί-διο[ν], τό ἀχλάδι·
    2. (дерево) ἡ ἀπιδιά, ἡ ἀχλαδιά· ◊ земляная \груша ἡ κολοκα-σιά, τό κολοκάτσι.

    Русско-новогреческий словарь > груша

  • 6 вылежать

    вы/ лежать 1
    -жу, -жишь, ρ.σ.
    ξαπλώνω, πλαγιάζω, κατακλίνομαι(για ορισμένο χρονικό διάστημα).
    ξαπλώνω, πλαγιάζω, κατακλίνομαι•

    больному необходимо вылежать ο άρρωστος απαραίτητα πρέπει να ξαπλώσει.

    || αφήνω να ωριμάσει•

    подозрелые груши должны вылежать τα μισογινομένα (κομμένα) αχλάδια πρέπει να αφεθούν να ωριμάσουν.

    вылежа/ть 2
    ρ.δ.
    βλ. вылезти.

    Большой русско-греческий словарь > вылежать

  • 7 груша

    θ.
    1. αχλαδιά, απιδιά.
    2. αχλάδι, απίδι•

    земляная груша η βολβογογγύλη.

    Большой русско-греческий словарь > груша

  • 8 налить

    -лью, -льшь, παρλθ. χρ. налил, -лила, -лило, προστκ. налей παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налитый, βρ: налит, -а, -налито
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω (με υγρό)•

    налить стакан чаю γεμίζω ένα ποτήρι τσάι•

    налить ведро воды γεμίζω ένα κουβά νερό.

    || χύνω, ρίχνω•

    налить воду в бочку χύνω νερό στο βαρέλι.

    2. βλ. налиться (3 σημ.). || χύνω, κατασκευάζω•

    налить пушек χύνω πυροβόλα.

    1. ρέω, τρέχω.
    2. γεμίζω (με υγρό)•

    глаза -лись слезами τα μάτια γέμισαν δάκρυα.

    || εισρέω•

    вода -лась в лодку το νερό μπήκε στη βάρκα•

    -лось воды в лодку μπήκε νερό στη βάρκα.

    3. (για καρπούς) ωριμάζω• γίνομαι ζουμερός, γεμίζω χυμό•

    груши уже -лись τα αχλάδια πια έγιναν ζουμερά.

    || μτφ. χοντραίνω, μεστώνω•

    она -лась αυτή γέμισε.

    4. μτφ.σημ. του ρ. αντικατασταίνεται από τη σημ. του έμμεσου αντικειμένου)•

    она -лась красотой αυτή ο-μόρφηνε πολύ•

    голос -лся силой η φωνή δυνάμωσε πολύ•

    налить кровью κοκκινίζω (από θυμό, υπερένταση κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > налить

  • 9 насшибать

    ρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) ρίχνω κάτω, τινάζω•

    насшибать корзину грущ τινάζω ένα καλάθι αχλάδια•

    насшибать с дерева яблок τινάζω μήλα από τη μηλιά.

    Большой русско-греческий словарь > насшибать

  • 10 натрясти

    -ясу, -ясшь,• παρλθ. χρ. натряс
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натрясенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    τινάζω, ρίχνω κάτω•

    натрясти яблок с яблони τινάζω μήλα από τη μηλιά•

    натрясти крошек на пол τινάζω τα ψίχουλα στο πάτωμα.

    τινάζομαι, κραδαίνομαι, σείομαι, δονούμαι, τραντάζομαι•

    она -лись от страха αυτή τινάχτηκε από το φόβο•

    натрясти в телге τινάζομαι στην άμαξα.

    || σείομαι, πέφτω κάτω•

    -лось много груш τινάχτηκαν πολλά αχλάδια.

    Большой русско-греческий словарь > натрясти

  • 11 скороспелый

    επ., βρ: -спел, -а, α.
    1. πρώιμος•

    -ые груши πρώιμα αχλάδια.

    || (για ζώα) • γρήγορης ανάπτυξης•

    -ые породы животных ράτσες ζώων γρήγορης ανάπτυξης.

    2. μτφ. άπειρος, ανώριμος, μη φυσιολογικά αναπτυγμένος•

    -поэт άπειρος ακόμα ποιητής.

    3. βιαστικός, εσπευσμένος•

    -ое решение βεβιασμένη απόφαση.

    Большой русско-греческий словарь > скороспелый

  • 12 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 13 червивый

    επ.
    σκουληκιάρικος, -σμένος•

    -ые груши σκουληκιασμένα αχλάδια.

    Большой русско-греческий словарь > червивый

См. также в других словарях:

  • αχλαδιά — Α. ονομάζονται όλες οι ποικιλίες με εδώδιμους καρπούς που προήλθαν από φυσική ή τεχνητή διασταύρωση μεταξύ ποικιλιών κυρίως της άγριας α. (απιδέαπύρρος ο κοινός), φυλλοβόλου, αυτοφυούς δενδρυλλίου της Ευρώπης, της Μικράς Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • αχλαδιά — η το δέντρο απιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αχλαδέα ή Αχλαδιά — Ονομασία οκτώ οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 590 μ., 86 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στην πάνω κοιλάδα του Νέστου κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάτω Νευροκοπίου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • άπιον — ἄπιον, το κ. ἄπιος, η (Α) 1. απίδι, αχλάδι 2. απιδιά, αχλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με λατ. pirum, pirus, μεσογειακής προέλευσης, οδηγεί σε προελληνικό επίθημα α και θ. *piso. Σύγχυση παρατηρείται ως προς τη χρήση του… …   Dictionary of Greek

  • βαλλαχράδαι — βαλλαχράδαι, οι (Α) (σκωπτική επωνυμία των νέων στο Άργος) αυτοί που πετούν άγρια αχλάδια ο ένας στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάλλω + αχράς «το αχλάδι, η αχλαδιά»] …   Dictionary of Greek

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… …   Dictionary of Greek

  • Ροδίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, η οποία περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των οπωροφόρων δέντρων, που κατατάσσονται στις δυο υποοικογένειες των προυνοειδών (αμυγδαλιά, ροδακινιά, βερικοκιά, κερασιά, δαμασκηνιά) και των πομοειδών ή μηλοειδών… …   Dictionary of Greek

  • Achladia (disambiguation) — Achladia (Modern Greek: Αχλαδια meaning pear tree ), other forms: Achladia, Achladea, Ahladia may refer to several village that begin with this name in Greece:*Achladia, Attica, a subdivision of Porto Rafti ESE of Athens in the Attica prefecture… …   Wikipedia

  • Liste bulgarischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»