Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αφοσιώνομαι σε

  • 1 αφοσιώνομαι

    [афосиономэ] р. посвящать себя чему-либо

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αφοσιώνομαι

  • 2 уходить

    уходить
    несов
    1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):
    \уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·
    2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:
    \уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·
    3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:
    дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·
    4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:
    \уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·
    5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:
    целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·
    6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:
    все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·
    7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:
    \уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·
    8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:
    молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά.

    Русско-новогреческий словарь > уходить

  • 3 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 4 окунуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окунутый, βρ: -ут. -а, -о
    ρ.σ.μ. βυθίζω, βουτώ•

    окунуть до пояса βουτώ ως τη ζώνη (μέση).

    (κυρλξ. κ. μτφ.) βυθίζομαι, βουτιέμαι•

    окунуть до шеи βυθίζομαι ως το λαιμό•

    окунуть в мрак βυθίζομαι στο σκοτάδι.

    || μτφ. ρίχνομαι, αφοσιώνομαι•

    окунуть в науку αφοσιώνομαι στην επιστήμη.

    Большой русско-греческий словарь > окунуть

  • 5 углубить

    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. углубленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. βαθύνω, -αίνω, εμβαθύνω•

    углубить вспашку βαθαίνω το όργωμα•

    углубить канаву βαθαίνω το χαντάκι.

    2. μτφ. εισχωρώ βαθιά στο νόημα..
    3. χώνω, μπήγω βαθιά• βυθίζω•

    углубить сваю μπήγω βαθιά τον πάσσαλο.

    1. βαθύνω, -ομαι, εμβα-θύνομαι.
    2. μτφ. οξύνομαι•

    кризис -лся η κρίση βάθυνε πιο πολύ.

    3. βυθίζομαι, ποντίζομαι• βουτώ. || μτφ. αφοσιώνομαι πλήρως, προσηλώνομαι, απορροφούμαι•

    углубить в воспоминания βυθίζομαι στις αναμνήσεις•

    углубить в себя αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου).

    Большой русско-греческий словарь > углубить

  • 6 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 7 привязываться

    привязывать||ся
    1. (κ чему-л.) δένομαι, συνδέομαι·
    2. перен (κ кому-л.) ἀφοσιώνομαι·
    3. (надоедать) разг ἐνοχλώ, γίνομαι φόρτωμα, κολλώ, γίνομαι φορτικός (или ὀχληρός)·
    4. (приставать) κολλώ κάποιου, γίνομαι τσιμπούρι:
    по дороге ко мне привязалась какая-то собака ото δρόμο μέ πήρε στό κατόπι ἔνας σκύλος.

    Русско-новогреческий словарь > привязываться

  • 8 вдаться

    вдамся, вдашься, вдастся, вдадимся, вдадитесь, вдадутся, παρλθ. χρ. вдался, -лась, -лось, προστκ. вдайся, ρ.σ.
    1. εισχωρώ, εισέρχομαι, εισδύω, μπαίνω μέσα•

    море далеко -лось в берег η θάλασσα βαθιά εισχώρησε στην ξηρά.

    2. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι, ρίχνομαι με τα μούτρα•

    он -лся в философию αυτός επεδόθηκε στη φιλοσοφία.

    εκφρ.
    вдаться в крайности – μεταπηδώ από τη μια πλευρά στην άλλη, από τη μια άποψη στην άκρως αντίθετη•
    вдаться в обман – ξεγελιέμαι, απατώμαι•
    вдаться в подробности – ξανοίγομαι σε λεπτομέρειες

    Большой русско-греческий словарь > вдаться

  • 9 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 10 дышать

    дышу, дышишь, μτχ. ενστ. дышащий ρ.δ.
    1. αναπνέω, ανασαίνω•

    дышать носом αναπνέω με τη μύτη•

    тяжело -у με δυσκολία αναπνέω•

    легко -у αναπνέω ελεύθερα•

    ле -у μόλις μπορώ και αναπνέω•

    он уже не -ит αυτός πια πέθανε•

    свежим воздухом αναπνέω φρέσκον αέρα.

    || εισπνέω. || εκπνέω. || μτφ. φυσώ, πνέω•

    не -ши на меня μη φυσάς σε μένα (στο πρόσωπο μου)•

    здесь всё -ит радостью εδω είναι, χαρά θεού.

    2. αφοσιώνομαι, κατέχομαι από το πνεύμα που επικρατεί. || εμφανίζομαι, προβάλλω.
    εκφρ.
    он -ит на ладан – μυρίζει χωματίλα, πλησιάζει το τέλος του η είναι του θανατά•
    еле ή чуть -ит – α) είνοαετοιμοθάνατος... β) είναι ερείπιο•
    дом еле -ит – το σπίτι μόλις κρατιέται•
    не дышать – δεν παίρνω ανάσα, κρατώ την αναπνοή.
    αναπνέω•

    дышать легко αναπνέω ελεύθερα.

    Большой русско-греческий словарь > дышать

  • 11 наука

    θ.
    1. επιστήμη•

    естественные -и φυσικές επιστήμες•

    точные -и θετικές επιστήμες•

    передовая наука πρωτοπόρα επιστήμη•

    заниматься -ой ασχολούμαι με την επιστήμη ή καλλιεργώ τις επιστήμες•

    отдаться -е αποδίδομαι (αφοσιώνομαι) στις επιστήμες•

    академия наук Ακαδημία επιστημών•

    врачебная ιατρική επιστήμη•

    словесные -и η φιλολογία•

    военная наука στρατιωτική Ακαδημία•

    общественные -и κοινωνικές επιστήμες•

    гуманитарные -и οι ανθρωπιστικές επιστήμες (ιατρική, παιδαγωγική κ.τ.τ.).

    2. διδασκαλία, μάθηση, σπουδή• μάθημα, δίδαγμα•

    отдить в -у δίνω για σπουδή•

    вот тебе наука να για σένα δίδαγμα.

    Большой русско-греческий словарь > наука

  • 12 нос

    α. προθετ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. μύτη, ρις•

    длинный нос μακριά μύτη•

    нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•

    курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•

    вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•

    орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•

    сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•

    нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).

    2. ράμφος•

    дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.

    3. βλ. носик (2 σημ.).
    4. βλ. носок
    5. πλώρη, πρώρα.
    6. ακρωτήριο, κάβος..
    εκφρ.
    из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•
    на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•
    зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•
    под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•
    с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•
    - ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•
    вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•
    драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•
    поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•
    повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•
    показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•
    совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•
    утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•
    уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•
    оставить с -омμτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•
    остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•
    в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•
    дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•
    не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•
    показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•
    столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•
    перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•
    зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε).

    Большой русско-греческий словарь > нос

  • 13 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 14 предать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. предал
    -ла, -ло; προστκ. предай, μτχ. παρλθ. χρ. предавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преданный, βρ: -дан, -а, κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. προδίνω• καταδίνω•

    он -ал своего друга αυτός πρόδοσε το φίλο του•

    они -ли интересы народа αυτοί πρόδοσαν τα συμφέροντα του λαού.

    2. παραδίνω•

    предать огню παραδίνω στη φωτιά•

    предать суду παραδίνω στο δικαστήριο•

    предать на жертву προσφέρω θυσία, θυσιάζω•

    предать казни στέλλω για εκτέλεση•

    предать проклятию καταριέμαι•

    предать смерти θανατώνω•

    дух παραδίνω το πνεύμα (πεθαίνω)•

    предать земле ενταφιάζω, θάβω•

    предать огню и мечу καταστρέφω με τη φωτιά και το σίδερο.

    1. παλ. παραδίνομαι•

    предать врагу παραδίνομαι στον εχθρό.

    2. αποδίνομαι, το ρίχνω σε•

    предать удовольствиям το ρίχνω στις απολαύσεις•

    предать музыке αφοσιώνομαι στη μουσική•

    предать мышлениям βυθίζομαι σε σκέψεις.

    Большой русско-греческий словарь > предать

  • 15 привязать

    -вяжу, вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привязанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δένω, προσδένω•

    привязать леску к удочке δένω την πετονιά στο αγκίστρι•

    привязать собаку к забору δένω το σκυλί στον περίβολο.

    2. μτφ. καρφώνω, κρατώ ακίνητο•

    болезнь -ла его к постоли η άρρωστεια τον κάρφωσε στο κρεβάτι.

    3. εμπνέω αφοσίωση.
    4. συσχετίζω, βάζω σε αντιστοιχία αντισταθμίζω.
    1. δένομαι, προσδένομαι.
    2. μτφ. αφοσιώνομαι.
    3. κολλώ, ενοχλώ, γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι, βδέλλα). || κολλώ, επιδιώκω καβγά. || παρακολουθώ καταπόδι. || συνηθίζω, μου γίνεται συνήθεια.
    4. συσχετίζομαι, παραθέτομαι• αντισταθμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > привязать

  • 16 прилепить

    ρ.σ.μ. κολλώ, επικολλώ•

    прилепить пластырь κολλώ έμπλαστρο•

    прилепить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελο•

    прилепить воском κολλώ με κερί.

    || τοποθετώ πολύ σιμά, κολλητά. || επιθέτω, βάζω• ράβω •. εφαρμόζω.
    (επι)κολλώ•

    пластырь -лся το έμπλαστρο κόλλησε.

    || τοποθετούμαι, κείμαι πολύ σιμά, κολλητά. || προσκολλιέμαι, αφοσιώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > прилепить

  • 17 сосредоточить

    -очу, -очишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сосредоточенный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. συγκεντρώνω•

    сосредоточить войска συγκεντρώνω στρατεύματα•

    сосредоточить власть в свои руки συγκεντρώνω την εξουσία στα χέρια μου;•

    сосредоточить огонь συγκεντρώνω τα πυρά.

    2. προσηλώνω• εντείνω•

    -внимание συγκεντρώνω την προσοχή•

    сосредоточить мысль συγκεντρώνω τη σκέψη.

    1. συγκεντρώνομαι•

    резервы -лись οι εφεδρείες συγκεντρώθηκαν.

    2. προσηλώνομαι, αφοσιώνομαι•

    шум мешал мне сосредоточить ο θόρυβος με εμπόδιζε να συγκεντρωθώ.

    Большой русско-греческий словарь > сосредоточить

  • 18 увлечь

    увлеку, увлечшь, увлекут, παρλθ. χρ. увлк, увлекла
    -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увлеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, σύρω, έλκω• βγάζω, εξάγω• παρασύρω.
    2. μτφ. απορροφώ, απασχολώ ολοκληρωτικά. || μτφ. γοητεύω, θέλγω, μαγεύω, σαγηνεύω.
    3. μτφ. ερωτεύομαι,.
    1. έλκομαι, τραβιέμαι.
    2. επιδίδομαι ολόψυχα, αφοσιώνομαι, απορροφούμαι. || ενθουσιάζομαι.
    3. ερωτεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > увлечь

  • 19 уткнуть

    уткну, уткншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уткнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. στηρίζω•

    уткнуть руки в бока στηρίζω τα χέρια στα πλευρά, στη μέση, στα ισχία.

    || χώνω, βάζω μέσα•

    -лицо в воротник χώνω το πρόσωπο στον (ανασηκωμένο) γιακά.

    || μτφ. καρφώνω, προσηλώνω•

    уткнуть глаза на кого-н. καρφώνω τα μάτιασε κάποιον.

    2. (διαλκ.) μπήγω• βυθίζω.
    1. χώνομαι, μπαίνω μέσα.
    2. μτφ. απορροφούμαι, συγκεντρώνομαι., αφοσιώνομαι, ολοσχερώς.
    3. προσκρούω, συγκρούομαι,.

    Большой русско-греческий словарь > уткнуть

См. также в других словарях:

  • αφοσιώνομαι — αφοσιώνομαι, αφοσιώθηκα, αφοσιωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αφοσιώνομαι — ώθηκα, ωμένος, διαθέτω τον εαυτό μου ολοκληρωτικά σε κάτι, αφιερώνομαι: Αφοσιώθηκε στην ανατροφή των παιδιών της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • προσαφοσιούμαι — όομαι, Μ αφοσιώνομαι πολύ σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀφοσιοῦμαι «αφοσιώνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσκολλώ — άω, ΝΑ 1. κολλώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο με κολλώδη ουσία, προσαρμόζω 2. παθ. προσκολλώμαι, άομαι·μτφ. εμμένω σταθερά, αφοσιώνομαι («ψυχαὶ προσκεκολλημέναι Θεῷ», Φίλ.) νεοελλ. 1. στρ. τοποθετώ προσωρινά αξιωματικό, υπαξιωματικό ή οπλίτη σε μια… …   Dictionary of Greek

  • προσψύχω — Α 1. (για άνεμο) πνέω ψυχρός 2. αφοσιώνομαι με την ψυχή και το σώμα μου, αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά 3. μτφ. πονώ για κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ψύχω «ψυχραίνω, κρυώνω»] …   Dictionary of Greek

  • σεβίζω — Α [σέβας] 1. λατρεύω, τιμώ («εὐχαῑσι θεοὺς σεβίζουσ ἕξεις εὐαμερίαν», Ευρ.) 2. (με αιτ. ή γεν. τής αιτίας) θαυμάζω κάποιον για κάτι 3. αφοσιώνομαι σε κάποιον («καινὰ λέχη σεβίζω» αφοσιώνομαι στην νέα μου σύζυγο, Ευρ.) 4. (σχετικά με θάνατο ή… …   Dictionary of Greek

  • ανίημι — ἀνίημι (Α) 1. στέλνω προς τα πάνω («Ζεφύροιο... ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν, Ὅμηρος, «ἀφρὸν ἀνίημι», βγάζω αφρό Αισχύλος) 2. αναδίδω, βγάζω, κάνω να φυτρώσει (αποδίδεται σε θεούς ή στη γη 3. (για γυναίκα) γεννώ 4. κάνω ν ανέβει στην επιφάνεια (από τον… …   Dictionary of Greek

  • απορροφώ — ( έω κ. άω) (Α ἀπορροφῶ, έω) ρουφώ κάτι, προσλαμβάνω κάτι με απορρόφηση νεοελλ. 1. απασχολώ εξολοκλήρου τη σκέψη κάποιου 2. μέσ. αφοσιώνομαι εξολοκλήρου σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • αφοσιώνω — (AM ἀφοσιῶ, όω, Α και ἀποσιῶ, ιων. τ.) αφιερώνω, διαθέτω εξ ολοκλήρου νεοελλ. ( ώνομαι) 1. προσφέρω τον εαυτό μου εξολοκλήρου σε κάποιον 2. απασχολούμαι ή επιδίδομαι σε κάτι με πολύ ζήλο 3. (η μτχ.) αφοσιωμένος, η, ο ένθερμος φίλος, πιστός οπαδός …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»