αφος

  • 1νευρορ(ρ)άφος — νευρορ(ρ)άφος, ὁ (Α) 1. αυτός που ράβει με σκληρή και ανθεκτική κλωστή 2. επιδιορθωτής υποδημάτων 3. κατασκευαστής χορδών λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + ρ(ρ)άφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. ιστιο ρράφος, μηχανο ρράφος] …

    Dictionary of Greek

  • 2φλήναφος — ο, ΝΜΑ αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί αρχ. φλυαρία, μωρολογία. επίρρ... φληνάφως Α με φληναφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φλήναφος και το ρ. φληναφῶ είναι λ. τού καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. φλην / φλᾱν το οποίο πρέπει να …

    Dictionary of Greek

  • 3χρύσαφος — ὁ, Α είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + επίθημα αφος, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. ἔλ αφος, θήρ αφος)] …

    Dictionary of Greek

  • 4epop, opop —     epop, opop     English meaning: a kind of exclamation     Deutsche Übersetzung: Ruf of Wiedehopfs     Material: Arm. popop, Pers. pūpū “hoopoe”; Gk. ἐποποῖ ποποπό ‘shout, call of hoopoe”, ἔποψ, οπος “hoopoe”, ἔπωπα ἀλεκτρυόνα ἄγριονHes. ( ωπ… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 5κόραφος — κόραφος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ονομασία πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ker / kor , προϊόν ονοματοποιίας, όπως τα κόραξ*, κορώνη. Εμφανίζει επίθημα αφος, το οποίο προέρχεται πιθ. από θ. παρεκτεταμένο με φωνηεντικό n (*kor n bho )] …

    Dictionary of Greek

  • 6νευρορ(ρ)αφία — νευρορ(ρ)αφία, ἡ (Α) [νευρορ(ρ)άφος] η ραφή με ανθεκτική και σκληρή κλωστή, η εργασία που εκτελεί αυτός που κατασκευάζει ή επιδιορθώνει υποδήματα …

    Dictionary of Greek

  • 7νευρορ(ρ)αφικός — νευρορ(ρ)αφικός, ή, όν (Α) [νευρορ(ρ)άφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νευρορράφο, στον μπαλωματή …

    Dictionary of Greek

  • 8νευρορ(ρ)αφώ — νευρορ(ρ)αφῶ, έω (Α) [νευρορ(ρ)άφος] ράβω με ανθεκτική κλωστή, επιδιορθώνω υποδήματα …

    Dictionary of Greek

  • 9νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …

    Dictionary of Greek

  • 10aripă — ÁRIPĂ, aripi, s.f. 1. Organ al păsărilor, al unor insecte şi al unor mamifere, care serveşte la zbor. ♢ expr. A căpăta (sau a prinde) aripi = a căpăta independenţă, curaj; a începe să se înflăcăreze, să se entuziasmeze. A da (cuiva) aripi = a… …

    Dicționar Român