αφεντικό

  • 21Άγιοι Θεόδωροι — I Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 5.960 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στα παράλια του κόλπου των Μεγάρων, ανατολικά του Ισθμού. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 556 κάτ.) στην πρώην …

    Dictionary of Greek

  • 22αληπασαλήδες — Όταν τα σουλτανικά στρατεύματα σκότωσαν τον Αλή πασά στα Γιάννενα, οι Έλληνες που υπηρετούσαν στην αυλή του Αλή έμειναν χωρίς αφεντικό. Τότε κατέφυγαν στην επαναστατημένη Ελλάδα και πήραν μέρος στον Αγώνα. Οι υπόλοιποι Έλληνες τους αποκαλούσαν α …

    Dictionary of Greek

  • 23Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 24Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …

    Dictionary of Greek

  • 25Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …

    Dictionary of Greek

  • 26Ρίτσαρντσον, Σάμουελ — (Richardson, Ντέρμπισαϊρ 1689 – Λονδίνο 1761). Άγγλος συγγραφέας. Από φτωχή οικογένεια, αυτοδίδακτος, εργάστηκε για πολλά χρόνια ως μαθητευόμενος τυπογράφος κοντά σ’ έναν τυπογράφο, του οποίου παντρεύτηκε την κόρη. Σε ηλικία πενήντα ετών,… …

    Dictionary of Greek

  • 27Φίλντινγκ, Χένρι — (Fielding, Σάρπχαμ Παρκ, Σόμερσετ 1707 – Λισαβόνα 1754). Άγγλος συγγραφέας. Οι δικοί του, μικροί κτηματίες και ξεπεσμένοι αριστοκράτες, τον έστειλαν στο Ίτον και κατόπιν στο Λέιντεν για να σπουδάσει νομικά. Όταν γύρισε στο Λονδίνο, ο νεαρός Φ.… …

    Dictionary of Greek

  • 28άναυλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν πληρώνει ναύλο: Είχαν και μερικούς επιβάτες άναυλους στο πλοίο. 2. το επίρρ., άναυλα σημαίνει επίσης και βίαια: Το αφεντικό του τον έδιωξε άναυλα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 29αδέσποτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει αφεντικό, κύριο: Ο σκύλος αυτός φαίνεται πως ήταν αδέσποτος. 2. άγνωστης προέλευσης: Σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 30ανελευθέρωτος — ανελευθέρωτος, η, ο και αλευτέρωτος, η, ο αυτός που δεν ελευθερώθηκε, ο σκλάβος: Το αφεντικό τού ζητούσε να δουλεύει στη δουλειά του σαν σκλάβος ανελευθέρωτος …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)