αφεντικό

  • 11βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… …

    Dictionary of Greek

  • 12γαβγίζω — και γαβλίζω (Μ γαβγίζω) 1. αλυχτάω (αποδίδεται στη φωνή του σκύλου) νεοελλ. 1. φρ. α) «ο σκύλος εκεί που τρώει γαβγίζει» γι΄ αυτόν που υποστηρίζει το αφεντικό του ή τον προστάτη του β) «σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει» αυτός που φωνάζει ή είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 13ζούλα — η 1. κατσίκα, προβατίνα 2. κλοπή, κλεψιά, υπεξαίρεση («έχει τρελάνει το αφεντικό του στη ζούλα») 3. μυστικότητα 4. κρυψώνας, κρύπτη 5. φρ. «στη ζούλα» μυστικά, κρυφά, κλεφτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη δεύτερη σημασία, υποχωρητικό παράγ. τού ρ. ζουλώ*] …

    Dictionary of Greek

  • 14καίσαρ — I Επώνυμο Ρωμαίων του Ιουλίου γένους. 1. Ιούλιος Κ. Βλ. λ. Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος. 2. Σέξτος Ιούλιος (3ος αι. π.Χ.). Υπήρξε πραίτορας το 268 π.Χ. και διοικητής της Σικελίας το 267. 3. Λεύκιος Ιούλιος (1ος αι. π.Χ.). Έγινε ύπατος το 90 π.Χ. Στην… …

    Dictionary of Greek

  • 15μισσέρης — μισσέρης, ὁ (Μ) (ως τιμητική προσφώνηση) κύριος, αφεντικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισσέρ + κατάλ. ης] …

    Dictionary of Greek

  • 16μισσέρος — ο (Μ μισσέρος) κύριος, αφεντικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισσέρ + κατάλ. ος] …

    Dictionary of Greek

  • 17ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …

    Dictionary of Greek

  • 18πάτρων — θηλ. πάτρωνα, ΝΑ, και πάτρωνας, θηλ. πατρόνα Ν νεοελλ. 1. ο προϊστάμενος επιχειρήσεως σε σχέση με τους υφισταμένους του, το αφεντικό 2. γεν. ο προστάτης 3. το θηλ. πάτρωνα και πατρόνα α) η οικοδέσποινα ή η σύζυγος τού οικοδεσπότη, η οικοκυρά β) η …

    Dictionary of Greek

  • 19σπιουνιά — η, Ν [σπιούνος] 1. η ενέργεια τού σπιούνου, η παρακολούθηση τών ενεργειών κάποιου και η κατάδοσή τους («έβαλε σπιουνιές στο αφεντικό») 2. η ιδιότητα τού σπιούνου, το χαρακτηριστικό τού ιδιοτελούς ραδιούργου («είχε το μεγάλο ελάττωμα τής… …

    Dictionary of Greek

  • 20σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… …

    Dictionary of Greek