αφαιρώ το
71υποβλίττω — Α 1. αφαιρώ κρυφά μέλι, κλέβω μέλι από την κυψέλη 2. μτφ. απομυζώ από κάποιον χρήματα («τοὺς τοιούτους ὑποβλίττουσιν οἱ συκοφάνται», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βλίττω «αφαιρώ, τρώγω το μέλι» …
72υφαιρώ — ὑφαιρῶ, έω, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑπαιρέω, Α [αἱρῶ] 1. αποσπώ κάτι κρυφά και επιτήδεια, υποκλέπτω, λαθροχειρώ 2. αφαιρώ ένα ποσόν από το σύνολο στο οποίο ανήκει, μειώνω την αξία ή την ποσότητα ενός όλου αρχ. 1. κυριεύω κάποιον εσωτερικά («τοὺς δ ἄρ ὑπὸ …
73ευνουχίζω — ευνούχισα, ευνουχίστηκα, ευνουχισμένος 1. αφαιρώ τους γεννητικούς αδένες (όρχεις) ζώου ή ανθρώπου, αλλ. μουνουχίζω. 2. μτφ., αφαιρώ ικανότητα από κάποιον: Τα ανελεύθερα καθεστώτα ευνουχίζουν τη βούληση των πολιτών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
74ξαρματώνω — ξαρμάτωσα, ξαρματώθηκα, ξαρματωμένος 1. αφαιρώ τον οπλισμό, αφοπλίζω: Μα δεν τον ήλαχα ποτέ να τόνε ξαρματώσω (Ερωτόκριτος). 2. αφαιρώ αρματωσιά, αποσκευάζω, απογυμνώνω από τον εξοπλισμό. 3. το μέσ., ξαρματώνομαι αποβάλλω τα όπλα, αφοπλίζομαι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
75ξαφρίζω — ξάφρισα, ξαφρίστηκα, ξαφρισμένος 1. παίρνω, αφαιρώ τον αφρό του φαγητού την ώρα που βράζει. 2. μτφ., παίρνω, αφαιρώ κάτι κρυφά, κλέβω: Του ξάφρισαν το πορτοφόλι μέσα στο λεωφορείο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
76ξεσαβουριάζω — ξεσαβούριασα, ξεσαβουριάστηκα, ξεσαβουριασμένος, και ξεσαβουρώνω ξεσαβούρωσα, ξεσαβουρώθηκα ξεσαβουρωμένος 1. μτβ., για πλοίο, αφαιρώ τη σαβούρα, πετώ το έρμα του, αφερματίζω. 2. αμτβ., αφαιρώ τη σαβούρα μου, πετώ το έρμα μου: Το καράβι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
77ξεσκουφώνω — ξεσκούφωσα, ξεσκουφώθηκα, ξεσκουφωμένος 1. μτβ., αφαιρώ το σκούφο κάποιου. 2. το μέσ., ξεσκουφώνομαι αφαιρώ, βγάζω το σκούφο μου, αποκαλύπτομαι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
78Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …
79Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …
80Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …